ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ:Η διαπίστωση πως ο κόσμος «έχει γίνει πιο επικίνδυνος» και πως θα συνεχιστούν οι γεωπολιτικές εντάσεις κυριάρχησε στις εργασίες της Διάσκεψης
Η διαπίστωση ότι ο «κόσμος έχει γίνει πιο επικίνδυνος» και ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ διαφόρων
ιμπεριαλιστικών κέντρων ολοένα και οξύνονται κυριάρχησε στην 54η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (16 - 18 Φλεβάρη), όπου συμμετείχαν εκατοντάδες αρχηγοί κρατών, υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας, εκπρόσωποι ιμπεριαλιστικών οργανισμών, ειδικοί σε θέματα «ασφαλείας», επιχειρηματίες κ.ά. Ενδεικτικό ήταν το «μότο» της φετινής Διάσκεψης: «Ο κόσμος στο χείλος (μιας σύγκρουσης) - Και πίσω;» (To the Brink - and Back?).«Οταν άνοιξα το συνέδριο, ήλπιζα πως θα μπορούσαμε να σβήσουμε το ερωτηματικό από το σλόγκαν, δηλαδή ότι επιστρέφουμε από το χείλος. Ομως τώρα δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να το κάνουμε», είπε ο πρόεδρος της Διάσκεψης (και πρώην κορυφαίος Γερμανός διπλωμάτης), Βόλφγκανγκ Ισινγκερ, κατά το κλείσιμο των εργασιών.
Η διαπίστωση ότι ο «κόσμος έχει γίνει πιο επικίνδυνος» και ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ διαφόρων
ιμπεριαλιστικών κέντρων ολοένα και οξύνονται κυριάρχησε στην 54η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (16 - 18 Φλεβάρη), όπου συμμετείχαν εκατοντάδες αρχηγοί κρατών, υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας, εκπρόσωποι ιμπεριαλιστικών οργανισμών, ειδικοί σε θέματα «ασφαλείας», επιχειρηματίες κ.ά. Ενδεικτικό ήταν το «μότο» της φετινής Διάσκεψης: «Ο κόσμος στο χείλος (μιας σύγκρουσης) - Και πίσω;» (To the Brink - and Back?).«Οταν άνοιξα το συνέδριο, ήλπιζα πως θα μπορούσαμε να σβήσουμε το ερωτηματικό από το σλόγκαν, δηλαδή ότι επιστρέφουμε από το χείλος. Ομως τώρα δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να το κάνουμε», είπε ο πρόεδρος της Διάσκεψης (και πρώην κορυφαίος Γερμανός διπλωμάτης), Βόλφγκανγκ Ισινγκερ, κατά το κλείσιμο των εργασιών.
Οι εκπρόσωποι των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του κόσμου χρησιμοποίησαν συχνά λέξεις όπως «ασφάλεια», «ειρήνη», «ευημερία», «συνεργασία», ωστόσο ήταν ολοφάνερες οι αντιθέσεις, η ένταση της πολεμικής προετοιμασίας, ο αγώνας για κυριαρχία και διασφάλιση των συμφερόντων τους. Στο επίκεντρο των τριήμερων συζητήσεων βρέθηκαν η ρήξη ΕΕ - ΗΠΑ, οι προσπάθειες της ΕΕ να γίνει «παγκόσμιος παίκτης», αποκτώντας στρατιωτική «αυτοτέλεια» και διαμορφώνοντας μια κοινή εξωτερική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στην Κίνα. Συζητήθηκαν οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, η «πυρηνική απειλή» της Βόρειας Κορέας και του Ιράν, η κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας Δρόμος», η «επιθετική πολιτική» της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη.
ΕΕ: Πιο αυτόνομη στρατιωτικά, πιο ενεργή γεωπολιτικά
Σηματοδοτώντας τις προσπάθειες για μια «γαλλογερμανική συνεργασία» στην άμυνα, η Γερμανίδα υπουργός Αμυνας, Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, «άνοιξε» το συνέδριο μαζί με τη Γαλλίδα ομόλογό της Φλοράνς Παρλί.
«Η γερμανική πολιτική θέλει να παραμείνει υπερατλαντική και συγχρόνως να γίνει πιο ευρωπαϊκή», σημείωσε η φον ντε Λάιεν και έκανε λόγο για μια Ευρώπη «πιο αυτόνομη και πιο υπεύθυνη στρατιωτικά - τελικά και εντός του ΝΑΤΟ». Αναφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση, στη δημιουργία ενός στρατού της Ευρώπης, στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας και στη Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία για την Αμυνα (PESCO) και ζήτησε η ΕΕ να «επιταχύνει» το ρόλο της στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική «σκηνή» και στις διεθνείς συγκρούσεις, με αφορμή την «τρομοκρατία, τη φτώχεια, την κλιματική αλλαγή». Ωστόσο, υπογράμμισε πως στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική«δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι». Σκιαγραφώντας τις αντιθέσεις εντός ΕΕ, είπε πως «σε αμφιλεγόμενα ζητήματα μάς εμποδίζει ο κανόνας της ομοφωνίας. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε κάτι σαν μια PESCO στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή εκείνοι που θέλουν, να μπορούν να προχωρήσουν»,χωρίς να εμποδίζονται από ορισμένα κράτη - μέλη.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ, απαντώντας σε αμερικανικές αντιδράσεις πως «η ΕΕ θα είναι υπερβολικά ανεξάρτητη σε θέματα άμυνας και ασφάλειας», σημείωσε: «Ναι, θέλουμε να χειραφετηθούμε, αλλά όχι ενάντια στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ».
Μια νέα «βαθιά και ειδική συνεργασία», που θα «διασφαλίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ θα συνεχίσουν να συνεργάζονται για την ασφάλεια» μετά το Brexit, ζήτησε η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι,λέγοντας πως «η ασφάλεια της Ευρώπης, είναι η δική μας ασφάλεια».
Η ΕΕ απέναντι σε ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία
Στην ανάγκη να «παραμεριστούν» οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντός ΕΕ - προς όφελος των γερμανικών μονοπωλίων - αναφέρθηκε ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ξεκαθαρίζοντας πως «για να διεκδικήσουμε τις αξίες μας, την ευημερία μας και την ασφάλειά μας στον αυριανό κόσμο, πρέπει να σταθούμε μαζί».
Επισήμανε πως η ΕΕ δεν είχε μάθει «να εμπλέκεται γεωπολιτικά» και άφηνε αυτό το καθήκον στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Ειδικότερα, «καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είχε τοποθετήσει την ασφάλειά της στα χέρια των Αμερικανών, όσο η Γερμανία. Και καμία χώρα δεν ωφελήθηκε τόσο από αυτό (...) Ομως τον τελευταίο καιρό δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν αναγνωρίζουμε την Αμερική μας», είπε, αναφερόμενος στο σκληρό παζάρι των ΗΠΑ για τους όρους των εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ και τη Γερμανία, αλλά και διεθνών συμφωνιών όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ ζήτησε συνεργασία με τις ΗΠΑ για «βιώσιμη πολιτική λύση» σε Συρία και Υεμένη, για την αντιμετώπιση της «πυρηνικής απειλής» από τη Βόρεια Κορέα. Φυσικά από τη σκοπιά του γερμανικού κεφαλαίου.
Στη συνέχεια, χαρακτήρισε την κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας Δρόμος» μια «προσπάθεια διαμόρφωσης του κόσμου με βάση τα κινεζικά συμφέροντα» και μάλιστα όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο: «Η Κίνα αναπτύσσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα εναλλακτικό προς τη Δύση», και «είναι η μόνη χώρα με μια παγκόσμια, γεωστρατηγική ιδέα, την οποία ακολουθεί με συνέπεια».
Ετσι, στο σημερινό κόσμο, η ΕΕ έχει τρία βασικά καθήκοντα, σύμφωνα με τον Γερμανό ΥΠΕΞ: Να εδραιώσει την εσωτερική συνοχή, με επίλυση των εσωτερικών συγκρούσεων των τελευταίων δέκα χρόνων. Τα κράτη - μέλη να αναπτύξουν κοινή αντίληψη των συμφερόντων τους στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ. Να αναπτύξουν στρατηγικές και εργαλεία για να επιβάλουν από κοινού αυτά τα συμφέροντα - ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, αλλά όλοι με την ίδια ατζέντα. Υποκριτικά «διαπίστωσε» πως «δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ρωσία και οι ΗΠΑ προσπαθούν συνεχώς να υπονομεύουν την ενότητα της ΕΕ», την ώρα που και η γερμανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται και αναπτύσσει συνεργασίες με αυτές τις χώρες, όχι απλώς για λογαριασμό των γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων, αλλά και ανταγωνιστικά με άλλους ευρωπαϊκούς.
Ως προτεραιότητες της ευρωπαϊκής «κοινής προβολής παγκόσμιας ισχύος», δηλαδή οικονομικής και στρατιωτικής διείσδυσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ανέφερε «μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των υποδομών από την Ανατολική Ευρώπη έως την Κεντρική Ασία, καθώς και στην Αφρική, με ευρωπαϊκά χρήματα και πρότυπα». Ειδικότερα στην Αφρική«πρέπει να καθορίσουμε τα συμφέροντά μας με μια συνολική εταιρική σχέση με τα αφρικανικά κράτη, όχι απλά με αναπτυξιακή βοήθεια».«Παραπονέθηκε» πως η ΕΕ βλέπει την Αφρική σαν μια «προβληματική περιοχή», εξαιτίας της μετανάστευσης, των τοπικών συγκρούσεων κ.λπ., την ώρα που η Κίνα την αντιμετωπίζει σαν «την ήπειρο των ευκαιριών» και «επενδύει εδώ και χρόνια στην Αφρική».
Για τη Ρωσία σημείωσε πως «πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με ανανεωμένη φιλοδοξία» και όχι «με ψυχροπολεμική λογική κλιμάκωσης». Τα γερμανικά μονοπώλια - και άλλα ευρωπαϊκά - θίγονται έντονα από την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία (από τις ΗΠΑ και την ΕΕ) και εμποδίζονται σε εμπορικές συνεργασίες και επενδύσεις, κυρίως στον τομέα της Ενέργειας, αλλά όχι μόνο. Η Γερμανία επιδιώκει χαλάρωση των κυρώσεων και, όπως είπε ο Γκάμπριελ, αυτό μπορεί να επιτευχθεί «με την καθιέρωση της αποστολής των κυανόκρανων του ΟΗΕ στην Ανατολική Ουκρανία, την εφαρμογή της εκεχειρίας και την απόσυρση των βαρέων όπλων».
Χαρακτηριστικός για την αγωνία του γερμανικού ιμπεριαλισμού είναι και ο επίλογος της ομιλίας του Ζ. Γκάμπριελ: «Τι θα λένε σε 600 χρόνια οι ιστορικοί για την εποχή μας; Θα δηλώσουν την αρχή μιας νέας ασιατικής εποχής και την αυτοαποσύνθεση της Δύσης ή θα διαπιστώνουν τη θαρραλέα απόφαση της ηπείρου μας να μην υποχωρήσει, αλλά να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ενός ολοένα και πιο άβολου και επικίνδυνου κόσμου;».
Η αντίδραση του ΝΑΤΟ
Με ανησυχία, αλλά και «ρεαλισμό» τοποθετήθηκε ο γγ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, στις κινήσεις της ΕΕ για μεγαλύτερη στρατιωτική και γεωπολιτική «αυτοτέλεια», τονίζοντας πως «εάν οι ενέργειες της ΕΕ συμπληρώσουν το ΝΑΤΟ και δεν θεωρούνται εναλλακτική λύση, τότε βλέπω μεγάλες δυνατότητες βελτίωσης της ευρωπαϊκής ασφάλειας».
«Οι προσπάθειες της ΕΕ για την άμυνα αποτελούν ευκαιρία να ενισχυθεί περαιτέρω ο ευρωπαϊκός πυλώνας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και για καλύτερη κατανομή των βαρών», είπε, συμπληρώνοντας: «Αλλά με την ευκαιρία έρχεται και ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος αποδυνάμωσης του διατλαντικού δεσμού, ο κίνδυνος διπλασιασμού όσων ήδη το ΝΑΤΟ φέρνει σε πέρας και ο κίνδυνος διακρίσεων σε βάρος των μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ».
Πάντως υπογράμμισε πως η ΕΕ «δεν μπορεί να προστατεύσει την Ευρώπη μόνη της, όπως έχουν διαπιστώσει πολλές φορές οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες». Οι χώρες του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην υπεράσπιση της Ευρώπης, συνέχισε ο Στόλτενμπεργκ, ενώ μετά το Brexit «το 80% των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ θα προέρχεται από συμμάχους εκτός ΕΕ». Εξάλλου είναι και θέμα ...γεωγραφίας: «Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς τη στενή συμμετοχή της Νορβηγίας στο Βορρά, της Τουρκίας στο Νότο, των ΗΠΑ, του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου στη Δύση».