Η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ξεκινά στα τέλη της βδομάδας στην Ουάσιγκτον, προβάλλεται από την κυβέρνηση ως το νέο ορόσημο για την ολοκλήρωση της δεύτερης «αξιολόγησης», με αιχμή τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως, ξεπερνάει
κατά πολύ τη συζήτηση για την Ελλάδα, καθώς αποτελεί σημαντική πλευρά της ενδοϊμπεριαλιστικής διαμάχης κυρίως ανάμεσα στη Γερμανία και σε ομάδα κρατών - μελών του ΔΝΤ, με πρώτες τις ΗΠΑ, με αντικείμενο τη διαχείριση του χρέους των υπερχρεωμένων καπιταλιστικών οικονομιών της Ευρωζώνης.
Με άλλα λόγια, η όλη συζήτηση αξιοποιείται ως μέσο παρέμβασης ανταγωνιστικών οικονομιών στη δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Κράτη - μέλη της ΕΕ πιέζουν για να πετύχουν αναπροσαρμογή των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων για λογαριασμό των μονοπωλιακών τους ομίλων και «επιμερισμό» της χασούρας από την καταστροφή κεφαλαίου, που συνεπάγεται η διευθέτηση του χρέους.
Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, δεν συμφέρει καπιταλιστικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, και έτσι στο τραπέζι της συζήτησης μπαίνουν σχέδια για τη δημιουργία αντίστοιχου Ταμείου για την Ευρωζώνη.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για το χρέος δεν αφορά τα λαϊκά συμφέροντα, και ανεξάρτητα από τη συμφωνία που αναμένεται να επιτευχθεί στη Σύνοδο, ένας νέος κύκλος αντιλαϊκής κλιμάκωσης έχει ήδη ξεκινήσει, καθώς προϋπόθεση του όποιου συμβιβασμού είναι να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα της δεύτερης «αξιολόγησης», με αντιλαϊκά μέτρα που υπερβαίνουν το χρόνο λήξης του τρίτου μνημονίου και επεκτείνονται στο διηνεκές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει πως η όποια ελάφρυνση (επιμήκυνση, επιτόκια κ.ά.) στις ετήσιες αποπληρωμές των τοκοχρεολυτικών δόσεων θα συνδέεται με ειδικές ρήτρες με την επίτευξη των αντιλαϊκών στόχων, ουσιαστικά με τη μονιμοποίηση του πυρήνα των αντιλαϊκών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναμένεται να «κλειδώσουν» στο πλαίσιο της τρέχουσας «αξιολόγησης».
Για να στοιχίσει το λαό στην προσπάθεια διευθέτησης του χρέους, η κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη ελληνικών ομολόγων - κρατικών και ιδιωτικών - στα προγράμματα «νομισματικής χαλάρωσης» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από την οποία όμως δεν έχει τίποτα να κερδίσει ο λαός. Εκεί προσβλέπουν μόνο οι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι για την άντληση φτηνότερου χρήματος, ακονίζοντας παράλληλα τα «μαχαίρια» απέναντι στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που στενάζουν.
Η συζήτηση για τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους συνδέεται με τη «δυνατότητα» του ελληνικού κράτους να αποπληρώνει τους δανειστές «στο ακέραιο και εγκαίρως», γεγονός που σημαίνει ότι έτσι κι αλλιώς, ο λαός θα συνεχίζει να πληρώνει διπλά και τριπλά ένα χρέος που δημιούργησαν οι αστικές κυβερνήσεις για λογαριασμό του κεφαλαίου, διαχρονικά για την τόνωση της «ανάπτυξης».
Επίσης, από τη σχετική μείωση των κονδυλίων που κατευθύνονται στην αποπληρωμή του χρέους, ωφελημένοι θα βγουν και πάλι οι επιχειρηματικοί όμιλοι, αποσπώντας από το κράτος άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις από χρήματα που μέχρι τώρα απορροφώνται στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Επομένως, απάντηση από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων μπορεί να δοθεί μόνο με την οργανωμένη πάλη ενάντια σε παλιά και νέα μέτρα, με απόρριψη των κάλπικων προσδοκιών που καλλιεργούν η κυβέρνηση και τα αστικά επιτελεία ότι από τη διευθέτηση του χρέους θα ωφεληθεί ο λαός, με τη μη αναγνώριση του χρέους, που είναι της πλουτοκρατίας και φορτώνεται στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων.
Η πραγματική διέξοδος για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα βρίσκεται στον αγώνα για την εργατική εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια, θα αποδεσμεύσει τη χώρα από όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, θα διαγράψει μονομερώς το χρέος, οργανώνοντας την οικονομία με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, με κριτήριο τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και όχι τα κέρδη των καπιταλιστών
Τετάρτη 19 Απρίλη 2017