Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟ:Διαρκής μείωση του τζίρου και ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης

Ο χαμηλός τζίρος της εορταστικής περιόδου, αποτέλεσμα της κρίσης, που έχει ως συνέπεια τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, εντείνει την πίεση στις μικρότερες επιχειρήσεις του εμπορίου, αφού δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μεγαθήρια του κλάδου. Τεράστιες οι σωρευτικές απώλειες της εξαετίας
Για ακόμη μια χρονιά συνεχίστηκε η πτώση του τζίρου στη συντριπτική πλειοψηφία των εμπορικών καταστημάτων,
με τις απώλειες να εντοπίζονται κυρίως στα μικρότερα και τα συνοικιακά καταστήματα. Ξεκάθαρα, το 2016, όπως αποτυπώνεται και από τα επίσημα στοιχεία αλλά και από εκτιμήσεις προσωρινών δεδομένων, ήρθε να προστεθεί σε όλα τα προηγούμενα έτη πτώσης του τζίρου και χιλιάδων «λουκέτων» στα μικρά εμπορικά καταστήματα. Αν και φέτος ο ρυθμός μείωσης του τζίρου και του συνολικού όγκου πωλήσεων στο λιανεμπόριο παρουσιάζει, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μια σχετική συγκράτηση, σωρρευτικά οι απώλειες από το 2010 πλησιάζουν το 30%.
Οπως αναφέρουν τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στις 30 Δεκέμβρη και αφορούν τους δείκτες κύκλου εργασιών και όγκου πωλήσεων στο λιανεμπόριο για το μήνα Οκτώβρη, προκύπτει πως ο τζίρος έχει υποστεί σωρευτική μείωση 27,3%, ενώ ο όγκος πωλήσεων έχει μειωθεί κατά 28,7%. Σε επιμέρους κατηγορίες καταστημάτων οι σωρευτικές απώλειες είναι ακόμη μεγαλύτερες, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την ένδυση - υπόδηση, που ο όγκος έχει μειωθεί κατά 32% και ο τζίρος κατά 29,8%, και τον οικιακό εξοπλισμό, όπου οι απώλειες όγκου φτάνουν το 35,3% και τζίρου το 44,8%.
Ακόμη και η κατανάλωση τροφίμων έχει μειωθεί, όπως έχει πολλές φορές επισημανθεί κατά το παρελθόν, με τη σχετική κατηγορία να εμφανίζει στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ απώλειες της τάξης του 35,7% ως προς τον όγκο και 32,3% ως προς τον τζίρο. Το γεγονός ότι τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων παρουσιάζουν πολύ μικρότερες απώλειες (15,4% ως προς τον τζίρο και 17,5% ως προς τον όγκο) είναι ασφαλής ένδειξη ότι το κύριο βάρος των απωλειών έχουν υποστεί τα μικρότερα καταστήματα του χώρου, ενώ ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται και από την επιμέρους ανάλυση των δεικτών τζίρου/όγκου των πολυκαταστημάτων. Και είναι αντικειμενική εξέλιξη σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, γιατί ο ανταγωνισμός οξύνεται στο έπακρο, τα μεγάλα καταστήματα έχοντας μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από τα μικρά, κυρίως μικρότερων λειτουργικών εξόδων και αγοράς εμπορευμάτων σε μικρότερες τιμές, έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν τις τιμές λιανικής και να αυξάνουν την πελατεία σε βάρος των μικρών, ανεξάρτητα αν αυτό δεν εκφράζεται σε αύξηση τζίρου λόγω μείωσης του όγκου πωλήσεων και των τιμών. Τα μικρά καταστήματα δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες και ή έχουν ζημιές και κλείνουν ή φυτοζωούν, μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό των μεγάλων.
Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, αφού για άλλη μια φορά ο τζίρος για την πλειονότητα των εμπορικών καταστημάτων ήταν μειωμένος, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνών της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ), που βασίζεται σε εκτιμήσεις εκπροσώπων εμπορικών συλλόγων απ' όλη τη χώρα. Οπως προκύπτει από την περιοδική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το διάστημα μεταξύ 12/12/16 έως 9/1/17, από τη γενική εικόνα του διψήφιου ποσοστού μείωσης του τζίρου σε σχέση με πέρσι ξεφεύγουν τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και τα πολυκαταστήματα τύπου «mall», τα οποία περιόρισαν σε μονοψήφια ποσοστά τις απώλειες.
Ωστόσο, ξανά, όπως καταδεικνύει η έρευνα του ΙΝΕΜΥ, σημαντικό ρόλο στη μείωση της εμπορικής κίνησης κατά την εορταστική περίοδο συνέβαλε καθοριστικά και η πρακτική της «Black Friday», η οποία προηγήθηκε της περιόδου των Χριστουγέννων και απορρόφησε σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου καταναλωτικού εισοδήματος. Κατά γενική ομολογία, εκείνοι που κυρίως ωφελήθηκαν από την «Black Friday» ήταν ξανά τα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα εμπορικά, που κέρδισαν και πάλι το μεγαλύτερο κομμάτι από μια έτσι κι αλλιώς περιορισμένη καταναλωτική πίτα.
Συνεχίζεται η κατρακύλα...
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τρεις στις τέσσερις (76%) επιχειρήσεις παρουσίασαν μειωμένο τζίρο συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, μία στις έξι (17%) κατέγραψε ίδια επίπεδα και μόλις το 7% των επιχειρήσεων καταγράφει αύξηση του τζίρου το 2016. Τη μεγαλύτερη πτώση παρουσιάζει ο κλάδος ένδυσης/υπόδησης, όπου το ποσοστό των καταστημάτων που σημείωσε μειωμένες πωλήσεις ανέρχεται στο 88%, ενώ το μικρότερο ποσοστό πτώσης του κύκλου εργασιών εμφανίζεται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων (58%). Ομως το γεγονός και μόνο ότι υπήρξε περικοπή ακόμη και από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι των νοικοκυριών, έστω και σε χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με άλλες οικογενειακές δαπάνες, δείχνει την τεράστια μείωση που έχουν υποστεί τα λαϊκά εισοδήματα. Γεγονός που οφείλεται στην πολιτική διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου, αφού η πολύμορφη λεηλασία του εργατικού, του λαϊκού εισοδήματος αποδίδεται πολύμορφα επίσης στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, είτε ενισχύοντας το ποσοστό κέρδους τους με τη μείωση των μισθών, αλλά και τις όποιες άλλες ενισχύσεις τους με κρατικό χρήμα. Γενικότερα, το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι η μείωση του τζίρου τους ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 40% και το 12% πτώση της τάξης 31% με 40%, που σημαίνει ότι 4 στις 10 επιχειρήσεις που είχαν μείωση πωλήσεων έχασαν ποσοστό άνω του 30% του τζίρου τους.
Η μείωση του εορταστικού τζίρου καταγράφεται και στις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός μεγάλων εμπορικών συγκροτημάτων (mall), όπου η πτώση περιορίζεται κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, αφού το 68% αυτών των καταστημάτων (έναντι 76% του συνόλου) δήλωσε μικρότερες πωλήσεις από πέρσι. Ακόμη, μία στις πέντε επιχειρήσεις τέτοιου τύπου κατέγραψε σταθερότητα των πωλήσεων σε σύγκριση με πέρυσι και το 8% δήλωσε αύξηση. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων Εμπορικών Συλλόγων ανά την Επικράτεια, οι πωλήσεις των καταστημάτων λιανεμπορίου στο διάστημα των φετινών εορτών εμφάνισαν πτωτική τάση στη συντριπτική πλειονότητα των περιοχών, η οποία σε μεσοσταθμική βάση ανήλθε στα επίπεδα του 17,6%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή εορταστική περίοδο. Τέλος, η γενική τάση που προκύπτει από τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων των Εμπορικών Συλλόγων, είναι ότι η περίοδος των φετινών εορτών περιόρισε κι άλλο τα έσοδα ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων.
Απαίτηση για «αναδιάρθρωση» του κλάδου
Η συντριβή που έχουν υποστεί οι μικρέμποροι τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζεται χαρακτηριστικά από τα επίσημα στοιχεία μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) του περασμένου Σεπτέμβρη, σύμφωνα με τα οποία το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα σε όρους όγκου συρρικνώνεται κατά 5% ετησίως την τελευταία επταετία (έναντι ανόδου κατά 1% ετησίως κ.μ.ο. στην ΕΕ). Παράλληλα, όπως αναφέρει η έκθεση, ο αριθμός των επιχειρήσεων του κλάδου περιορίστηκε σωρευτικά στο διάστημα 2008 - 2013 κατά περίπου 30.000 καταστήματα αντιστοίχως σε συνολική πτώση της τάξης του 16% (με την πτώση στην Αττική να φτάνει το 28%).
Χαρακτηριστικά είναι επίσης και τα στοιχεία που δίνει το Γενικό Εμπορικό Μητρώο αναφορικά με την έναρξη και λήξη λειτουργίας εμπορικών επιχειρήσεων εντός του 2016. Ειδικότερα για το δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους, προκύπτει ότι συνολικά έκλεισαν 34.898 εμπορικές επιχειρήσεις, έναντι 28.436 επιχειρήσεων που δήλωσαν έναρξη λειτουργίας, με το καθαρό ισοζύγιο να διαμορφώνεται αρνητικό στις -6.462 επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΤτΕ, ο όγκος πωλήσεων του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα μειώνεται με ρυθμό 5% ετησίως την τελευταία επταετία. Βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου, σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, αποτελεί ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες ακόμη και σήμερα καλύπτουν τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων, έναντι 1/4 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Ετσι, στην Ελλάδα οι μικρές επιχειρήσεις συνεισφέρουν το 66% του συνολικού τζίρου του λιανεμπορίου έναντι ποσοστού 25% στην ΕΕ και απασχολούν το 71% των εργαζομένων του κλάδου έναντι 37% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, σήμερα το 25% αυτών των επιχειρήσεων «βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης», ενώ ένα επιπλέον 38% εμπορικών επιχειρήσεων θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν παρόμοιο πρόβλημα στο άμεσο μέλλον. Η μελέτη θεωρεί ότι ο μεγάλος αριθμός μικρών εμπορικών επιχειρήσεων είναι αποτέλεσμα των «διαρθρωτικών στρεβλώσεων» του εγχώριου «επιχειρηματικού περιβάλλοντος» και παράλληλα «δημιουργεί εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του κλάδου». Ετσι, κρίνεται αναγκαία η συνέχιση της αναδιάρθρωσης για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας στο λιανικό εμπόριο και τη σύσταση μεγαλύτερων επιχειρήσεων που θα μπορούν να δημιουργήσουν υψηλότερη από τη σημερινή προστιθέμενη αξία στον κλάδο. Κάνει λόγο, δηλαδή, για την ανάγκη εφαρμογής πολιτικής που να ενισχύσει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση στον κλάδο. Είναι μια αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό, ανεπίστρεπτη, που ενισχύσει το κεφάλαιο σε βάρος των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων, αφού συνοδεύεται επίσης αντικειμενικά από δραστική μείωση μισθών, τεράστια ευελιξία στις σχέσεις εργασίας, εντατικοποίηση, αλλά και συμβολή στην άνοδο της ανεργίας, αφού αυτή η τάση ευνοεί τη μείωση των εργαζομένων στον κλάδο.