Ποινική δίωξη σε
βαθμό κακουργήματος για απιστία στην υπηρεσία, σε συνδυασμό με τις
επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, άσκησαν οι
εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς σε βάρος 4 στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών το
διάστημα 2001 - 2002, για παράνομη χρηματοδότηση MKO
που εδρεύει στις ΗΠΑ, με ποσό 609.000 δολαρίων.
Πέρα από το δικαστικό κομμάτι της υπόθεσης, βέβαια,
ιδιαίτερη σημασία έχει το πού πάνε χρήματα του λαού,
κατ' επιλογή των
κυβερνήσεων και στην προσπάθειά τους να πετύχουν, και έτσι, τη γεωστρατηγική
αναβάθμιση των ντόπιων μονοπωλίων. Ποιους μηχανισμούς ιμπεριαλιστικών κέντρων
χρηματοδοτούν και για ποιους βρωμερούς σκοπούς τους. Θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο,
άλλωστε, εφόσον ανάλογες... διεργασίες με εξίσου... «αθώες» ΜΚΟ «τρέχουν» σε
όλο το τόξο των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, από την Ουκρανία και
την Ανατολική Ευρώπη, μέχρι Συρία και Ιράκ, τη Μέση Ανατολή ευρύτερα και τη
Βόρεια Αφρική.
Ποιο είναι το «East West Institute»
Συγκεκριμένα, η υπόθεση απασχόλησε την Εισαγγελία κατά
Διαφθοράς με αφορμή έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής
Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του ΥΠΕΞ, το Σεπτέμβρη του 2015, η οποία διενεργεί ελέγχους
σχετικά με χρηματοδοτήσεις «Μη Κυβερνητικών Οργανισμών» που έλαβαν χώρα στο
παρελθόν. Τα στοιχεία που δόθηκαν στους εισαγγελείς αφορούσαν χρηματοδότηση «που
έλαβε παρανόμως υποκατάστημα στη Σερβία του εδρεύοντος στις ΗΠΑ ΜΚΟ (think
tank) με την επωνυμία "East West Institute" (EWI)
κατά τα έτη 2001 και 2002».
Επισήμως, η εν λόγω αμερικανική οργάνωση διατηρεί
από την ίδρυσή της, το 1980, «γραφεία» σε Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες, Μόσχα και
Ουάσιγκτον.
Οπως επαίρονται οι διευθύνοντες το EWI μέσα από την
ιστοσελίδα του, στη δεκαετία του 1980 «ήμασταν εκεί όταν στεκόταν
όρθιο το Τείχος», αναφέροντας ότι «το EWI έχτισε εμπιστοσύνη
μεταξύ ηγετών και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος. Το 1984, το EWI
φιλοξένησε τον πρώτο διάλογο μεταξύ στρατιωτικών στελεχών του ΝΑΤΟ και των
χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ άλλων μέτρων για να βοηθήσει στον
τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου».
Ακόμα περισσότερο, βέβαια, περηφανεύονται για τη δράση
τους τη δεκαετία του 1990: «Ημασταν εκεί, όταν έπεσε το Τείχος, και
ξέσπασαν τοπικές συγκρούσεις σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Από τα Βαλκάνια
μέχρι τη Ρωσία, το EWI εργάστηκε για την οικονομική
σταθερότητα, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την προώθηση
διασυνοριακών πρωτοβουλιών για την προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας».
«Από το Καλίνινγκραντ ως το Βελιγράδι, αρκετές από τις
ισχυρότερες πρωτοβουλίες μας έγιναν ανεξάρτητες ΜΚΟ που λειτουργούν ακόμη και
σήμερα», αναφέρουν, «διαφημίζοντας» το ρόλο που
εξακολουθούν να παίζουν σε όλο το τόξο από την Ανατολική Ευρώπη έως τα
Βαλκάνια.
Το δικαστικό κομμάτι
Στο δικαστικό κομμάτι της τρέχουσας υπόθεσης, η
κατηγορία απαγγέλθηκε σε 4 στελέχη του ΥΠΕΞ της περιόδου 2001 - 2002 και
συγκεκριμένα κατά του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής
Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του ΥΠΕΞ, του διευθυντή Β5 Διευθύνσεως Αναπτυξιακής
Πολιτικής, του αναπληρωτή γενικού διευθυντή ΥΔΑΣ και του γγ Διεθνών Οικονομικών
Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας. Επιπλέον, η δικογραφία που σχηματίστηκε
για την υπόθεση αναμένεται να διαβιβαστεί διά του Αρείου Πάγου στη Βουλή
προκειμένου να διερευνηθεί αν προκύπτουν ενδεχόμενες ευθύνες των, κατά τον
χρόνο εκείνο, υπουργού και υφυπουργού Εξωτερικών. Σημειωτέον, εκείνη την περίοδο,
υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Γ. Παπανδρέου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, η εν λόγω
χρηματοδότηση προβλεπόταν να ανέλθει στο ποσό των 900.000 δολαρίων ΗΠΑ προοριζόμενη
να εκταμιευθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις κατά τα έτη 2001 - 2003.Τελικώς εκταμιεύθηκαν
δύο δόσεις συνολικά 609.000 δολαρίων, ενώ το 2003 επιχειρήθηκε να δοθεί στη ΜΚΟ
και το υπόλοιπο των «υπεσχημένων». Οι χρηματοδοτήσεις ωστόσο έγιναν
χωρίς να υπογραφεί σχετική υπουργική απόφαση, παρά τη σχετική εισήγηση των
υπηρεσιακών παραγόντων.
Από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε πως η
παράδοση των χρημάτων έγινε σε μετρητά, μέσω της ελληνικής διπλωματικής αρχής
στη Σερβία, η οποία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις πληρωμές χωρίς να της
έχουν τεθεί υπόψη ουσιαστικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση.
Στη δικογραφία αναφέρεται πως τα χρήματα που
έλαβε η επίμαχη ΜΚΟ αποτελούσαν πιστώσεις του υπουργείου Εξωτερικών, που
προορίζονται για την κάλυψη δαπανών βοήθειας προς ξένες χώρες, δηλαδή προς
αλλοδαπές κρατικές οντότητες λόγω θεομηνιών, πολεμικών, πολιτικών και άλλων
γεγονότων. Τα ποσά αιτιολογήθηκαν ως χρηματοδότηση δράσεων στο πλαίσιο του
Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στη δικογραφία
τονίζεται πως η χρηματοδότηση δόθηκε σε αλλοδαπή ΜΚΟ, την οποία αγνοούσαν οι
υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, «γεγονός που συνάγεται
αδιαμφισβήτητα από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προκαταρκτική
εξέταση».
Επίσης, η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς να ερωτηθούν ή να
εισηγηθούν, τόσο η πρεσβεία Βελιγραδίου όσο και οι αρμόδιες Διευθύνσεις του
υπουργείου Εξωτερικών. Μεταξύ άλλων, καταλογίζεται επίσης πως η χρηματοδότηση
έγινε μέσω έκδοσης χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, χωρίς να υπάρχει καμία
επείγουσα ή ανυπέρβλητη ανάγκη άμεσης παροχής βοήθειας η οποία να δικαιολογεί
την έκδοσή τους, αλλά και χωρίς να οριστεί αρμόδια υπηρεσία για την
παρακολούθηση της εκτέλεσης του «προγράμματος», με αποτέλεσμα αυτό να μην παρακολουθηθεί.
Οπως αποδείχθηκε δε από την εισαγγελική έρευνα, το
επίμαχο ποσό τελικώς εξυπηρέτησε τις δαπάνες συντήρησης του γραφείου της εν
λόγω ΜΚΟ στο Βελιγράδι, τη μισθοδοσία, τη μετακίνηση και τη συμμετοχή του
προσωπικού του σε συνέδρια και ομάδες εργασίας.
Η υπόθεση ανατέθηκε σε ανακριτή, ενώπιον του οποίου θα
κληθούν σε απολογία οι εμπλεκόμενοι.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί,
βέβαια, είναι ότι ούτε η περίοδος της εν λόγω χρηματοδότησης προς τη
συγκεκριμένη αμερικανική ΜΚΟ είναι «τυχαία»: Είναι η περίοδος μετά τους
ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη διάρκεια της
οποίας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η πολύμορφη επέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή,
ενώ η ελληνική αστική τάξη επιχειρεί να κερδίσει «θέσεις» και μερίδια στα
Βαλκάνια...