Επί τάπητος θα τεθούν από την κυβέρνηση, τις επόμενες μέρες, νέες αλλαγές στην Κοινωνική Ασφάλιση, κάτω από το σύνθημα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος. Την αυλαία έχουν ήδη ανοίξει τα μέτρα που ψηφίστηκαν μέσα στο καλοκαίρι με τις υπογραφές των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ, ως προαπαιτούμενα για τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των «εταίρων» της. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μέτρο που ξεγράφει τη συνταξιοδότηση ακόμα και για τις εργαζόμενες μητέρες που είχαν γλιτώσει από τις προηγούμενες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις. Η κυβέρνηση κατάργησε όλα τα ειδικά όρια, ακόμα και για εργαζόμενους και εργαζόμενες που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα, μεταθέτοντας τη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 67 χρόνων, ή των 62 ετών με 40 έτη Ασφάλισης, με χρονικό ορίζοντα το 2022. Από τα όρια αυτά εξαιρούνται
μόνο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες σε βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα και οι γονείς παιδιών ΑμΕΑ, που έχουν αξιολογηθεί ως ανίκανα για εργασία.
Η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση και τώρα φροντίζει για την εφαρμογή της, περιλαμβάνει ακόμα δημοσιονομικές δεσμεύσεις για το Ασφαλιστικό. Συγκεκριμένα, προβλέπει περικοπές που αντιστοιχούν στο 0,25% του ΑΕΠ για το 2015 και 1% του ΑΕΠ για το 2016, δηλαδή 2,25 δισ. ευρώ που θα αφαιρεθούν από τις συντάξεις και τις άλλες σχετικές παροχές. Ηδη από το Σεπτέμβρη οι συνταξιούχοι έχουν υποστεί τις πρώτες μειώσεις στις συντάξεις τους, μειώσεις που προήλθαν από την αύξηση της εισφοράς του κλάδου Υγείας στις κύριες από 4% σε 6% και την καθιέρωση εισφοράς 6% στις επικουρικές συντάξεις, στις οποίες δεν υπήρχε. Αμεσες και δραματικές σε πολλές περιπτώσεις μειώσεις δρομολογούνται μέσα από την κατάργηση των κατώτατων συντάξεων και του ΕΚΑΣ σε όσους και όσες συνταξιοδοτούνται χωρίς να έχουν συμπληρώσει τα 67 τους έτη. Οι περικοπές αυτές πλήττουν ιδιαίτερα τις γυναίκες συνταξιούχους, με δεδομένο ότι κατά τη διάρκεια τους εργάσιμου βίου τους κατάφεραν να συμπληρώσουν λιγότερα χρόνια ασφάλισης και εξασφάλισαν μόλις και μετά βίας την κατώτερη σύνταξη. Τώρα, το ποσό της σύνταξης αυτής μειώθηκε με πρόσφατη εγκύκλιο από τα 486 στα 392,61 ευρώ. Επιπλέον, από τον Ιούλη και στο εξής, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που συνταξιοδοτούνται θα λαμβάνουν μόνο το μέρος της σύνταξης που αντιστοιχεί στις εισφορές που έχουν καταβάλει και όχι το σύνολο του ποσού της, μέχρι να φτάσουν στην ηλικία των 67 ετών.
μόνο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες σε βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα και οι γονείς παιδιών ΑμΕΑ, που έχουν αξιολογηθεί ως ανίκανα για εργασία.
Η «καμπάνα» χτυπά εκκωφαντικά για τις μητέρες ανηλίκων, που διέθεταν τα απαιτούμενα ένσημα και περίμεναν να συμπληρωθεί το όριο της ηλικίας, το οποίο βλέπουν τώρα να σκαρφαλώνει στα 67 τους χρόνια. Εχει δραματικές επιπτώσεις στις μεγαλύτερες σε ηλικία εργαζόμενες, που αναγκάστηκαν να σταματήσουν προσωρινά τη δουλειά για μερικά χρόνια όταν έκαναν οικογένεια, με αποτέλεσμα σήμερα αυτή η διακοπή να τους στερεί τη συνταξιοδότηση. Πολύ περισσότερο αφορά τις νέες γυναίκες, οι οποίες σε μεγάλο ποσοστό καταδικάζονται στην ανεργία, στην ευέλικτη απασχόληση, στα κάθε λογής προγράμματα προσωρινής και ανασφάλιστης δουλειάς.
ΒΟΥΛΓΑΡΗ
|
Με τη σφραγίδα της ΕΕ...
Τα παραπάνω δεν αποτελούν πρωτοτυπία των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά ακολουθούν την αντιλαϊκή πεπατημένη που έχει χαράξει η ΕΕ. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει και μέσα από τις σελίδες μελέτης που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (FEMM) του Ευρωκοινοβουλίου με θέμα τις συνθήκες διαβίωσης των ηλικιωμένων γυναικών, ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων που είχαν οι αναδιαρθρώσεις στα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο της μελέτης, ανάμεσα στο 2012 και το 2014 σχεδόν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ έκαναν «προσαρμογές» στα συνταξιοδοτικά τους συστήματα. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 μέχρι σήμερα, τα κράτη - μέλη ακολούθησαν μια σειρά βήματα στην κατεύθυνση υλοποίησης της πολιτικής της ΕΕ, τα οποία συνοψίζει στα παρακάτω: Εχουν προωθήσει τα συστήματα τριών πυλώνων, δηλαδή τα επαγγελματικά Ταμεία και την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ παράλληλα συρρικνώνουν τα δημόσια συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Εχουν αντικαταστήσει τα συστήματα των «καθορισμένων παροχών» από αυτά των «καθορισμένων εισφορών», στα οποία οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες καταβάλλουν τις εισφορές τους χωρίς όμως να γνωρίζουν τι παροχές τελικά θα λάβουν όταν φτάσει η ώρα της συνταξιοδότησης. Αύξησαν και εξίσωσαν τα ηλικιακά όρια γυναικών και αντρών και περιόρισαν τις λεγόμενες «πρόωρες» συνταξιοδοτήσεις, με στόχο την επιμήκυνση του εργασίμου βίου, την προώθηση της «ενεργού γήρανσης», τη βελτίωση της «απασχολησιμότητας» των μεγαλύτερων σε ηλικία, γυναικών και αντρών.
Πού οδήγησαν, όμως, τα μέτρα αυτά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των γυναικών; Ακόμα και οι αναλύσεις που γίνονται για λογαριασμό της ΕΕ δεν μπορούν να κρύψουν τις ραγδαίες αρνητικές αλλαγές: «Σύμφωνα με μια ευρωπαϊκή συγκριτική μελέτη του 2013, σε πολλά κράτη - μέλη ένα μεγάλο μέρος γυναικών δεν έχουν εισόδημα που να προέρχεται από σύνταξη», αναφέρει το ίδιο κείμενο. Αυτό που ομολογούν είναι ότι για όλο και περισσότερες γυναίκες η σύνταξη γίνεται άπιαστο όνειρο, με δεδομένη την αυξανόμενη ανεργία, τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία, τα «διαλείμματα» στον εργάσιμο βίο τους, αλλά και την ανασφάλιστη δουλειά με χαμηλούς μισθούς, που αντιμετωπίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με τους άντρες. Οσο για την ανισότητα στις συντάξεις μεταξύ των δύο φύλων, διαπιστώνει πως αυτή είναι μεγαλύτερη από την ανισότητα των αμοιβών και συγκεκριμένα ότι «υπολογίζεται στο 40% κατά μέσο όρο στην ΕΕ-27». Στην Ελλάδα η ψαλίδα ανάμεσα στις συντάξεις ανδρών και γυναικών φτάνει το 23%, σύμφωνα με τις ευρωενωσιακές εκτιμήσεις.
...και τα επιχειρήματα των Βρυξελλών
Δίπλα στις διαπιστώσεις και τις περιγραφές των επιπτώσεων που έχει στις εργαζόμενες γυναίκες και τις συνταξιούχους η αντιασφαλιστική πολιτική, υπάρχει και η επιχειρηματολογία που την υπερασπίζεται. Ετσι, μέτρα όπως τα παραπάνω παρουσιάζονται ως «ένα κίνητρο για τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας».
Για να νομιμοποιηθούν οι αντιασφαλιστικές ανατροπές στη συνείδηση των γυναικών, ΕΕ και κυβερνήσεις συχνά επικαλούνται το γεγονός πως οι γυναίκες καταγράφουν μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης από τους άντρες, που φτάνει συγκεκριμένα τα 82,4 έτη έναντι 76,4 ετών. Ομως, το γεγονός ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο δεν σημαίνει και ότι η υγεία τους βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Προφανώς, από τις μελέτες και τις αναλύσεις τους απουσιάζουν οι έρευνες για επαγγελματικές ασθένειες που αφορούν κατά πλειοψηφία τις εργαζόμενες γυναίκες, όπως για παράδειγμα οι μυοσκελετικές παθήσεις. Ούτε λαμβάνουν υπόψη πως οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις με τις οποίες δουλεύουν σε μεγάλο ποσοστό οι γυναίκες, συνεπάγονται χειρότερες συνθήκες και μεγαλύτερους κινδύνους, ακανόνιστα και «ανάποδα» ωράρια, που επιβαρύνουν τη σωματική και ψυχική τους υγεία.
«Το αν τα υψηλότερα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης είναι υπέρ των γυναικών ή όχι, είναι ένα ζήτημα γύρω από το οποίο υπάρχει αντιπαράθεση»: Με την εισαγωγή αυτή η μελέτη της Επιτροπής επαναφέρει το γνωστό επιχείρημα και καταλήγει στον ισχυρισμό πως «η εξίσωση της ηλικίας συνταξιοδότησης εκπέμπει ένα σημαντικό μήνυμα για την ισότητα των φύλων». Η απάντηση των ταξικών συνδικάτων αλλά και του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος σε «επιχειρήματα» όπως το παραπάνω είναι ξεκάθαρη: Η πενταετής διαφορά στα όρια συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν είναι προνόμιο, ούτε αποτελεί «πρόωρη» συνταξιοδότηση. Είναι η ελάχιστη αναγνώριση της κοινωνικής αξίας της μητρότητας και της βιολογικής διαφοράς των γυναικών, η ελάχιστη αναγνώριση των κοινωνικών και οικογενειακών βαρών που επωμίζονται οι εργαζόμενες γυναίκες στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που μεταβιβάζει συνεχώς στις δικές τους πλάτες τις ευθύνες που θα έπρεπε να ικανοποιεί μέσα από δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες.
Εργαζόμενες, συνταξιούχοι και νέες γυναίκες δεν πρέπει να αποδεχτούν το σύγχρονο μεσαίωνα που προωθούν στην Κοινωνική Ασφάλιση ΕΕ και κυβέρνηση αλλά να πάρουν τώρα τη θέση τους στις γραμμές των εργατικών σωματείων και ενώσεων συνταξιούχων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, των γυναικείων Συλλόγων της ΟΓΕ, στον αγώνα για να αντιπαλέψουν τη νέα επίθεση.