Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Οι επενδύσεις.Ολη αυτή η φιλολογία, αποσκοπεί στο να παραμείνουν οι εργαζόμενοι εγκλωβισμένοι σε ένα ψεύτικο για τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους δίλημμα


Η Ελλάδα προσελκύει επενδύσεις, διατείνεται το μέρος του αστικού Τύπου που υποστηρίζει την κυβέρνηση. Για να το τεκμηριώσει αναφέρει χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Coca - Cola», «Nokia», «Delhaize», Αμερικανοί και Αραβες που συμμετέχουν στις «επενδυτικές ομάδες» και ενδιαφέρονται για τον Αστέρα Βουλιαγμένης, η COSCO σχεδιάζει νέες δραστηριότητες σε συνεργασία με «Hewlett - Packard» και «Huawei» κ.λπ. 
Η πολιτική της κυβέρνησης διώχνει επενδύσεις
και διαλύει τη βιομηχανία της χώρας, υποστηρίζει το μέρος του Τύπου που υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αξιοποιούν είναι της ΒΙΟΧΑΛΚΟ (του Στασινόπουλου), την πολιτική της κυβέρνησης για το Φάρμακο που «υπονομεύει την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία», ενώ υποστηρίζουν ότι κερδισμένοι από την πολιτική της κυβέρνησης είναι οι «κρατικοδίαιτοι» και «διαπλεκόμενοι» επιχειρηματίες.
Είναι προφανές ότι η αντιπαράθεση γίνεται πάνω σε ένα κοινό έδαφος: Την προσπάθεια ανόρθωσης της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας, τη στήριξη δηλαδή της καπιταλιστικής ανάκαμψης ως μονόδρομου για την έξοδο από την κρίση. Ανάκαμψη όμως που προϋποθέτει την υιοθέτηση της στρατηγικής του κεφαλαίου για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία στην πράξη σημαίνει τσακισμένα εργατικά δικαιώματα.
Είναι σίγουρο ότι το κάθε κεφάλαιο, κάθε μονοπωλιακός όμιλος κινείται με κριτήριο το πώς θα εξασφαλίσει προνομιακή θέση σε βάρος των ανταγωνιστών του, πώς θα έχει όσο το δυνατό μεγαλύτερο μερίδιο στην κερδοφορία. Με αυτό το κριτήριο ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις, γίνονται ή δε γίνονται επενδύσεις. Διαφορετικό κριτήριο δεν υπάρχει.

Η αστική διαχείριση, η πολιτική που ασκεί κάθε φορά η αστική κυβέρνηση μπορεί να διευκολύνει ή να δυσκολεύει αυτήν την κινητικότητα κεφαλαίων. 
Κάθε βεβαίως κεφάλαιο κάνει κουμάντο για τον εαυτό του, ενώ η αστική κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει κουμάντο συνολικά για τους καπιταλιστές ως τάξη. Εδώ εκδηλώνονται αντιθέσεις και ανταγωνισμοί σε σχέση με τις προτεραιότητες που πρέπει να έχει η κυβερνητική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση η προσέλκυση ή μη επενδύσεων γίνεται με όρους στήριξης της καπιταλιστικής ζούγκλας, που γίνεται όλο και πιο άγρια και στην οποία μόνιμο θύμα είναι οι εργαζόμενοι.
Ολη λοιπόν αυτή η φιλολογία αποσκοπεί στο να παραμείνουν οι εργαζόμενοι εγκλωβισμένοι σε ένα ψεύτικο για τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους δίλημμα: 
Ποια πλευρά, ποιες προτεραιότητες στην καπιταλιστική ανάπτυξη θα πρέπει να στηρίξουν. Να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στην ψευδαίσθηση ότι η επίλυση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων θα έρθει επαναλαμβάνοντας το φαύλο κύκλο: καπιταλιστική ανάπτυξη - κρίση, την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη που θα εξασφαλίσει διευρυμένα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα και δε θα φέρει την κρίση.
Η διέξοδος για τους εργαζόμενους βρίσκεται στην έξοδο από το φαύλο κύκλο της κρίσης, με την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, τον κεντρικό σχεδιασμό, την ανάπτυξη με σκοπό τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.