Συχνά χρησιμοποιούνται από τα κόμματα της αστικής διαχείρισης όροι όπως το κράτος της «Δεξιάς», το «ΠΑΣΟΚικό» κράτος, το «σπάταλο», το «διογκωμένο», το «διεφθαρμένο», το «αυταρχικό» κράτος, κράτος των «κολλητών» κλπ. Αυτοί οι προσδιορισμοί, πέραν του ότι είναι αντιεπιστημονικοί και συνειδητά αταξικοί, αποβλέπουν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η αλλαγή κυβέρνησης στις συνθήκες του
καπιταλισμού μπορεί να μετασχηματίσει ένα αντιδραστικό κράτος σε προοδευτικό ή να ιδρύσει ένα νέο κράτος που τάχα θα είναι υπεράνω ταξικών συμφερόντων ή θα εξισορροπεί τα αντιπαρατιθέμενα ταξικά συμφέροντα, θα αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις και θα καταργήσει όλα τα φαινόμενα διαφθοράς, θα καθιερώσει τάχα τη διαφάνεια.
Επίσης κατά κόρον γίνεται χρήση του όρου «κοινωνικό κράτος» απ’ όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται είτε από σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα με την έννοια της «υπεράσπισης του πολίτη» είτε από την πλευρά των φιλελεύθερων πολιτικών κομμάτων ως παράγοντας που ευθύνεται, δήθεν, για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και την κρίση.
Οι όποιες όμως κοινωνικές παροχές έγιναν, ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντανακλούν παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα για την καπιταλιστική κερδοφορία, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση και χειραγώγησή της, σε συγκεκριμένες συνθήκες που το κύρος του σοσιαλιστικού συστήματος ασκούσε επιρροή και η ταξική πάλη εμφάνιζε ανοδική πορεία. Αυτές οι παραχωρήσεις είχαν παροδικό χαρακτήρα, καθώς παγκόσμια, εκεί που υπήρξαν, αναιρέθηκαν είτε είναι σε πορεία αναίρεσης και κατάργησής τους. Αυτές οι παραχωρήσεις (μισθολογικές αυξήσεις, διάφορα επιδόματα, δίκτυο παιδικών σταθμών, βελτίωση του μεριδίου παιδιών με εργατική καταγωγή που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια και άλλα ανώτερα μορφωτικά ιδρύματα, διανομή μετοχών με το σύνθημα του «λαϊκού καπιταλισμού», διάφορα προγράμματα της ΕΕ κλπ.) όχι μόνο δεν καταργούσαν τις ταξικές αντιθέσεις, άλλα αντίθετα τις αναπαρήγαγαν με αύξηση της εντατικοποίησης και του βαθμού εκμετάλλευσης. Βέβαια οι παραχωρήσεις αυτές δεν αφορούσαν στο σύνολό τους ολόκληρη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, άλλα ορισμένους κλάδους και τομείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στην ενίσχυση και διεύρυνση της εργατικής αριστοκρατίας τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, η οποία ενισχύθηκε από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό και τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.
Το αστικό κοινοβούλιο και η κυβέρνηση στην οποία αυτό δίνει την έγκρισή του συχνά εμφανίζει αλλαγές και διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή του, όπως αυτές που γνωρίσαμε και γνωρίζουμε στην Ελλάδα με την κυριαρχία του συστήματος της αστικής δικομματικής εναλλαγής ή κυβερνήσεων αστικής συνεργασίας, ανάλογα με τις εκλογικές ανακατατάξεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα, στα κόμματα αστικής διαχείρισης.
Ακόμα και όταν εμφανίζονται προβλήματα δυσλειτουργίας στο πολιτικό σύστημα, σε μη επαναστατικές συνθήκες, αυτά δεν οδηγούν σε κλονισμό και αδυναμία των οργάνων της καπιταλιστικής εξουσίας, παραμένει ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του καπιταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Άλλωστε ο συσχετισμός ανάμεσα στις δύο αντίπαλες τάξεις καθορίζεται όχι μόνο από τις αντικειμενικές αδυναμίες της κυρίαρχης τάξης, αλλά και από τη συνολική πορεία της ταξικής πάλης και όχι από μεμονωμένα στοιχεία ή μόνο από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η εγχώρια αστική τάξη διαθέτει δυνατότητες και εφεδρείες για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και άλλες εφεδρείες καταστολής, ενώ μπορεί να αξιοποιήσει τις διεθνείς της συμμαχίες, έστω και αν δεν είναι στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Το αστικό πολιτικό σύστημα προβάλλει κατά κόρον ότι στην Ελλάδα η λαϊκή κυριαρχία κατοχυρώνεται με το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που μάλιστα ασκείται χωρίς τα μέτρα και τα μέσα βίας και νοθείας που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν. Η βία και νοθεία υπάρχουν και σήμερα, μόνο που διαμορφώνονται με νέα μέσα «πλύσης εγκεφάλου» σε συνδυασμό με αφόρητους εκβιασμούς, απειλές και τρομοκρατικά διλήμματα, τα οποία έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε περίοδο υποχώρησης του εργατικού κινήματος, νίκης της αντεπανάστασης.
Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμα και στα τέλη του 19ου, αποδείχτηκε ότι το γενικό εκλογικό δικαίωμα –που σωστά αποτέλεσε εργατικό και λαϊκό αίτημα– δεν έβαλε στο παραμικρό σε κίνδυνο το αστικό πολιτικό σύστημα, τη δικτατορία της αστικής τάξης, αντίθετα αξιοποιείται ως μέσο νομιμοποίησης αυτού του συστήματος ακόμα και σε φάσεις που αυτό περνάει ορισμένες αντικειμενικές δυσκολίες, δέχεται στον έναν ή στον άλλο βαθμό ρήγματα από την άνοδο της ταξικής πάλης. Η αστική εξουσία, όταν εξασφαλίζει τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων, τότε αποκτά την ικανότητα να τους καταπιέζει και να τους «τσαλαπατά» χωρίς να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις. Η αστική κοινοβουλευτική εξουσία, που αποτελεί τη σχετικά αποτελεσματικότερη εκδοχή της αστικής εξουσίας σε σύγκριση με άλλες μορφές όπως είναι ο φασισμός, η στρατιωτική δικτατορία, το συνταγματικό πραξικόπημα κλπ., έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει και να χειραγωγεί με πιο «ειρηνικό» τρόπο το λαϊκό κίνημα, να δικαιολογεί μάλιστα ακόμα και αυταρχικά μέτρα και να ενισχύει τον κατασταλτικό μηχανισμό, στο όνομα της εθνικής προστασίας.
Η αστική εξουσία, ανάλογα με την πορεία της ταξικής πάλης, χρειάζεται την αυταπάτη που καλλιεργεί στο λαό η εναλλαγή των κυβερνήσεων, ότι δηλαδή ο ίδιος αποφασίζει ποιος θα τον κυβερνήσει, ότι ο λαός διαμορφώνει το πολιτικό σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα σε συνηθισμένες, μη επαναστατικές συνθήκες οι εναλλακτικές επιλογές του λαού αντικειμενικά οριοθετούνται στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το γεγονός ότι η μείωση της εκλογικής επιρροής συγκεκριμένων αστικών κομμάτων που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση μπορεί να είναι σημαντική ή να τείνει να γίνει σημαντική δε σημαίνει ότι εκφράζει αντίστοιχο αδυνάτισμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, συνολικά του αστικού κράτους. Η πτώση της επιρροής συγκεκριμένων αστικών μορφωμάτων, η συχνή εναλλαγή κομμάτων στη διακυβέρνηση δεν αποτυπώνει κρίση του πολιτικού συστήματος, αλλά μιας έκφρασής του. Πρόκειται για μια ζημιά που μπορεί να την περιορίσει η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος. Το ζήτημα είναι αν οι μετακινούμενες εκλογικά μάζες ωθούνται σε έναν πραγματικά ταξικό δρόμο πάλης και όχι στην υπεράσπιση μιας προηγούμενης φάσης της καπιταλιστικής εξέλιξης ή μιας μελλοντικής ουτοπίας. Δηλαδή το κύριο κριτήριο είναι η ανάπτυξη της ταξικής πολιτικής συνείδησης και όχι η μεταπήδηση σε αλλά αστικά κόμματα - «κομήτες», σε κόμματα της αστικής διαχείρισης, που καλλιεργούν αυταπάτες, παθητικοποιούν τις εργατικές-λαϊκές μάζες με σενάρια σωτηρίας μέσω των εκλογών, χωρίς να θιγεί η κυριαρχία της αστικής τάξης σε ασυμφιλίωτη σύγκρουση του εργατικού κινήματος με αυτήν.
Η σύνθεση της κυβέρνησης είναι το «παραβάν» που κρύβει κατά κάποιον τρόπο την ταξική αποστολή της, δίνει την εντύπωση διαχωρισμού της από τους μηχανισμούς καταστολής και χειραγώγησης που διαθέτει το αστικό κράτος, όργανα που διαμορφώνονται σταδιακά σε ένα μεγάλο χρονικό ορίζοντα που δε συμπίπτει με την εναλλαγή κομμάτων στη διακυβέρνηση.
komep 1/2015
καπιταλισμού μπορεί να μετασχηματίσει ένα αντιδραστικό κράτος σε προοδευτικό ή να ιδρύσει ένα νέο κράτος που τάχα θα είναι υπεράνω ταξικών συμφερόντων ή θα εξισορροπεί τα αντιπαρατιθέμενα ταξικά συμφέροντα, θα αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις και θα καταργήσει όλα τα φαινόμενα διαφθοράς, θα καθιερώσει τάχα τη διαφάνεια.
Επίσης κατά κόρον γίνεται χρήση του όρου «κοινωνικό κράτος» απ’ όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται είτε από σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα με την έννοια της «υπεράσπισης του πολίτη» είτε από την πλευρά των φιλελεύθερων πολιτικών κομμάτων ως παράγοντας που ευθύνεται, δήθεν, για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και την κρίση.
Οι όποιες όμως κοινωνικές παροχές έγιναν, ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντανακλούν παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα για την καπιταλιστική κερδοφορία, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση και χειραγώγησή της, σε συγκεκριμένες συνθήκες που το κύρος του σοσιαλιστικού συστήματος ασκούσε επιρροή και η ταξική πάλη εμφάνιζε ανοδική πορεία. Αυτές οι παραχωρήσεις είχαν παροδικό χαρακτήρα, καθώς παγκόσμια, εκεί που υπήρξαν, αναιρέθηκαν είτε είναι σε πορεία αναίρεσης και κατάργησής τους. Αυτές οι παραχωρήσεις (μισθολογικές αυξήσεις, διάφορα επιδόματα, δίκτυο παιδικών σταθμών, βελτίωση του μεριδίου παιδιών με εργατική καταγωγή που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια και άλλα ανώτερα μορφωτικά ιδρύματα, διανομή μετοχών με το σύνθημα του «λαϊκού καπιταλισμού», διάφορα προγράμματα της ΕΕ κλπ.) όχι μόνο δεν καταργούσαν τις ταξικές αντιθέσεις, άλλα αντίθετα τις αναπαρήγαγαν με αύξηση της εντατικοποίησης και του βαθμού εκμετάλλευσης. Βέβαια οι παραχωρήσεις αυτές δεν αφορούσαν στο σύνολό τους ολόκληρη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, άλλα ορισμένους κλάδους και τομείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στην ενίσχυση και διεύρυνση της εργατικής αριστοκρατίας τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, η οποία ενισχύθηκε από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό και τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.
Το αστικό κοινοβούλιο και η κυβέρνηση στην οποία αυτό δίνει την έγκρισή του συχνά εμφανίζει αλλαγές και διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή του, όπως αυτές που γνωρίσαμε και γνωρίζουμε στην Ελλάδα με την κυριαρχία του συστήματος της αστικής δικομματικής εναλλαγής ή κυβερνήσεων αστικής συνεργασίας, ανάλογα με τις εκλογικές ανακατατάξεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα, στα κόμματα αστικής διαχείρισης.
Ακόμα και όταν εμφανίζονται προβλήματα δυσλειτουργίας στο πολιτικό σύστημα, σε μη επαναστατικές συνθήκες, αυτά δεν οδηγούν σε κλονισμό και αδυναμία των οργάνων της καπιταλιστικής εξουσίας, παραμένει ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του καπιταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Άλλωστε ο συσχετισμός ανάμεσα στις δύο αντίπαλες τάξεις καθορίζεται όχι μόνο από τις αντικειμενικές αδυναμίες της κυρίαρχης τάξης, αλλά και από τη συνολική πορεία της ταξικής πάλης και όχι από μεμονωμένα στοιχεία ή μόνο από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η εγχώρια αστική τάξη διαθέτει δυνατότητες και εφεδρείες για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και άλλες εφεδρείες καταστολής, ενώ μπορεί να αξιοποιήσει τις διεθνείς της συμμαχίες, έστω και αν δεν είναι στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Το αστικό πολιτικό σύστημα προβάλλει κατά κόρον ότι στην Ελλάδα η λαϊκή κυριαρχία κατοχυρώνεται με το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που μάλιστα ασκείται χωρίς τα μέτρα και τα μέσα βίας και νοθείας που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν. Η βία και νοθεία υπάρχουν και σήμερα, μόνο που διαμορφώνονται με νέα μέσα «πλύσης εγκεφάλου» σε συνδυασμό με αφόρητους εκβιασμούς, απειλές και τρομοκρατικά διλήμματα, τα οποία έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε περίοδο υποχώρησης του εργατικού κινήματος, νίκης της αντεπανάστασης.
Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμα και στα τέλη του 19ου, αποδείχτηκε ότι το γενικό εκλογικό δικαίωμα –που σωστά αποτέλεσε εργατικό και λαϊκό αίτημα– δεν έβαλε στο παραμικρό σε κίνδυνο το αστικό πολιτικό σύστημα, τη δικτατορία της αστικής τάξης, αντίθετα αξιοποιείται ως μέσο νομιμοποίησης αυτού του συστήματος ακόμα και σε φάσεις που αυτό περνάει ορισμένες αντικειμενικές δυσκολίες, δέχεται στον έναν ή στον άλλο βαθμό ρήγματα από την άνοδο της ταξικής πάλης. Η αστική εξουσία, όταν εξασφαλίζει τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων, τότε αποκτά την ικανότητα να τους καταπιέζει και να τους «τσαλαπατά» χωρίς να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις. Η αστική κοινοβουλευτική εξουσία, που αποτελεί τη σχετικά αποτελεσματικότερη εκδοχή της αστικής εξουσίας σε σύγκριση με άλλες μορφές όπως είναι ο φασισμός, η στρατιωτική δικτατορία, το συνταγματικό πραξικόπημα κλπ., έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει και να χειραγωγεί με πιο «ειρηνικό» τρόπο το λαϊκό κίνημα, να δικαιολογεί μάλιστα ακόμα και αυταρχικά μέτρα και να ενισχύει τον κατασταλτικό μηχανισμό, στο όνομα της εθνικής προστασίας.
Η αστική εξουσία, ανάλογα με την πορεία της ταξικής πάλης, χρειάζεται την αυταπάτη που καλλιεργεί στο λαό η εναλλαγή των κυβερνήσεων, ότι δηλαδή ο ίδιος αποφασίζει ποιος θα τον κυβερνήσει, ότι ο λαός διαμορφώνει το πολιτικό σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα σε συνηθισμένες, μη επαναστατικές συνθήκες οι εναλλακτικές επιλογές του λαού αντικειμενικά οριοθετούνται στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το γεγονός ότι η μείωση της εκλογικής επιρροής συγκεκριμένων αστικών κομμάτων που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση μπορεί να είναι σημαντική ή να τείνει να γίνει σημαντική δε σημαίνει ότι εκφράζει αντίστοιχο αδυνάτισμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, συνολικά του αστικού κράτους. Η πτώση της επιρροής συγκεκριμένων αστικών μορφωμάτων, η συχνή εναλλαγή κομμάτων στη διακυβέρνηση δεν αποτυπώνει κρίση του πολιτικού συστήματος, αλλά μιας έκφρασής του. Πρόκειται για μια ζημιά που μπορεί να την περιορίσει η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος. Το ζήτημα είναι αν οι μετακινούμενες εκλογικά μάζες ωθούνται σε έναν πραγματικά ταξικό δρόμο πάλης και όχι στην υπεράσπιση μιας προηγούμενης φάσης της καπιταλιστικής εξέλιξης ή μιας μελλοντικής ουτοπίας. Δηλαδή το κύριο κριτήριο είναι η ανάπτυξη της ταξικής πολιτικής συνείδησης και όχι η μεταπήδηση σε αλλά αστικά κόμματα - «κομήτες», σε κόμματα της αστικής διαχείρισης, που καλλιεργούν αυταπάτες, παθητικοποιούν τις εργατικές-λαϊκές μάζες με σενάρια σωτηρίας μέσω των εκλογών, χωρίς να θιγεί η κυριαρχία της αστικής τάξης σε ασυμφιλίωτη σύγκρουση του εργατικού κινήματος με αυτήν.
Η σύνθεση της κυβέρνησης είναι το «παραβάν» που κρύβει κατά κάποιον τρόπο την ταξική αποστολή της, δίνει την εντύπωση διαχωρισμού της από τους μηχανισμούς καταστολής και χειραγώγησης που διαθέτει το αστικό κράτος, όργανα που διαμορφώνονται σταδιακά σε ένα μεγάλο χρονικό ορίζοντα που δε συμπίπτει με την εναλλαγή κομμάτων στη διακυβέρνηση.
komep 1/2015