Τη βδομάδα που πέρασε
εκδηλώθηκαν οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις πολλών για τη «Συμφωνία του Παρισιού»,
που ανακοινώθηκε μετά τις πολυήμερες εργασίες της 21ης Διεθνούς Διάσκεψης για το Κλίμα, η οποία πραγματοποιήθηκε, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ,
στη γαλλική πρωτεύουσα. Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για «ιστορική»
συμφωνία και
για την «τελευταία ευκαιρία προστασίας του πλανήτη μας».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε παρά ένας
συμβιβασμός, που αφενός είναι πολύ αμφίβολο αν τελικά θα εφαρμοστεί, αφετέρου
αφορά μόνο και μόνο την εξυπηρέτηση επίκαιρων στόχων ισχυρών ιμπεριαλιστικών
κέντρων και μονοπωλιακών ομίλων.
Τυπικά, η Συμφωνία προβλέπει ως στόχο τη συγκράτηση
της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Ακόμα, ορίζεται
ότι μέχρι το 2020 πρέπει η οικονομική «στήριξη» που προσφέρουν οι αναπτυγμένες
χώρες για την «αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών» στις αναπτυσσόμενες χώρες
να έχει φτάσει τα τουλάχιστον 100 εκατ. δολάρια. Το 2020 ορίζεται γενικά ως
ορίζοντας έναρξης εφαρμογής της Συμφωνίας, η οποία ωστόσο είναι αμφίβολο αν
στην επόμενη 5ετία θα παραμείνει ως έχει, δεδομένων των τεράστιων περιθωρίων
που υπάρχουν για την «ευέλικτη» εφαρμογή της.
Πολλές σκοπιμότητες και υπαρκτές
αντιθέσεις
Πάντως, τόσο η συγκεκριμένη Συμφωνία όσο και γενικά η
αγωνία των ιμπεριαλιστών για το «σεβασμό του περιβάλλοντος» δεν μπορούν να
κρύψουν τους ανταγωνισμούς. Το πιο πρόσφατο και κραυγαλέο παράδειγμα είναι οι
προεκτάσεις των αποκαλύψεων για τα τελικά όχι και τόσο «καθαρά» αυτοκίνητα της
γερμανικής «Φολκσβάγκεν». Το σκάνδαλο έβγαλαν στη φόρα Αμερικανοί και έγινε
μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συζητηθεί το ξαναμοίρασμα της «πίτας» της
παγκόσμιας αγοράς αυτοκινήτων.
Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι οι παγκόσμιες ενεργειακές
ανάγκες συνεχίζουν να καλύπτονται στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό με μορφές
Ενέργειας που προκύπτουν από την επεξεργασία των υδρογονανθράκων (πετρέλαιο,
φυσικό αέριο κ.τ.λ.). Δημοσιεύματα των περασμένων ημερών εμφάνιζαν τις Ανανεώσιμες
Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) να καλύπτουν ένα μόλις 10% των συνολικών
ενεργειακών προμηθειών, παρά τη γοργή ανάπτυξή τους.
Η λεγόμενη «μετάβαση», λοιπόν, από τα ορυκτά καύσιμα
στα «εναλλακτικά» θα είναι μια διαδικασία σίγουρα μακρόχρονη (αν ποτέ
ολοκληρωθεί), αποτέλεσμα εντατικών και σύνθετων παζαριών.
Αλλωστε, το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας του Παρισιού
δημιουργεί μεγάλα περιθώρια για τη μη εφαρμογή της, είναι γεμάτο (τυχαία;) με
ασάφειες και θολούρες, «παραθυράκια» που κάθε πλευρά μπορεί να επιστρατεύσει
για τις δικές της επιδιώξεις. Καταρχήν η Ομάδα Εργασίας που συγκροτήθηκε για
την υλοποίησή της θα συγκεντρώσει το επόμενο διάστημα προτάσεις για
«τροποποιήσεις». Προβλέπονται «αναθεώρηση» πολλών κεφαλαίων ανά τακτά χρονικά
διαστήματα, τουλάχιστον κάθε 5 χρόνια, η δυνατότητα μια χώρα να «αποσυρθεί» από
τη Συμφωνία, η «ευθύνη» που θα έχουν τα ίδια τα κράτη για τα «επίπεδα εκπομπών»
αερίων του θερμοκηπίου. Κάθε τόσο γίνεται επίκληση των «διαφορετικών εθνικών
περιστάσεων», των διαφορετικών «παραγωγικών ικανοτήτων», των «διαφορετικών
ευθυνών» των διαφόρων χωρών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην υλοποίηση της
Συμφωνίας.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια «συμφωνία» κομμένη και
ραμμένη στις δυνατότητες κάθε πλευράς να προσαρμόζει στις δικές της
προτεραιότητες την εφαρμογή της, με σαφώς πιο ευνοημένους τους ισχυρούς της
ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.