Τις προηγούμενες μέρες δημοσιεύτηκε στα ΜΜΕ σχέδιο νόμου για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, μαζί με τη γνωστή κυβερνητική επιχειρηματολογία για «σκληρή διαπραγμάτευση με την τρόικα».
Το νομοσχέδιο αποτελεί συνέχεια και συνέπεια των πρόσφατων stress test των τραπεζών, αφού σ' αυτά ως βασική προϋπόθεση ήταν η σχεδόν πλήρης αποπληρωμή των «κόκκινων» δανείων. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση με το
νομοσχέδιο προωθεί την αποπληρωμή των χρεών προς τις τράπεζες, μέσα από επιβολή εμπράγματων εγγυήσεων αλλά και με σχετικές κρατικές ενισχύσεις.
Οι βασικές προβλέψεις του νομοσχεδίου
Καθοριστικό σημείο του νομοσχεδίου είναι πως η όποια διευθέτηση οφειλών αφορά αποκλειστικά επιχειρήσεις που κρίνονται από τις τράπεζες ως βιώσιμες.Ουσιαστικά, δίνεται η δυνατότητα στις τράπεζες να αποφασίζουν ποιες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν και ποιες όχι. Το νομοσχέδιο αφορά κυρίως επιχειρήσεις σχετικά μικρού τζίρου και οφειλών.
Το νομοσχέδιο προβλέπει, ουσιαστικά, την εφαρμογή του «Κώδικα Δεοντολογίας» για τη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) τον Ιούνη και τίθεται σε ισχύ από τη νέα χρονιά.
Για όσες επιχειρήσεις εντάσσονται στις διατάξεις του, προβλέπεται δυνατότητα μακροπρόθεσμης ρύθμισης των τόκων και των προστίμων και κυρίως πολλαπλά μέτρα εξασφάλισης της αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες.
Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων: Η λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης με περικοπές δαπανών, η ανταλλαγή χρέους με μετοχικό κεφάλαιο, η εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου στο πλαίσιο ευρύτερης ρύθμισης, μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση, με την οποία ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα και υπογράφει μια σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, για ελάχιστη χρονική διάρκεια που είναι συνήθως τα 5 χρόνια. Επίσης, ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο (άλλο ίδρυμα, άλλο αγοραστή, κρατική εταιρεία διαχείρισης ακινήτων κ.λπ.), αποπληρώνοντας μέρος ή το σύνολο του δανείου.
Ουσιαστικά ο αυτοαπασχολούμενος και η μικρή επιχείρηση που θα καταφέρει να ενταχθεί στις διατάξεις του νόμου καθίσταται πραγματικά δέσμιος των τραπεζών.
Το νομοσχέδιο δεν προστατεύει τα λαϊκά στρώματα
Καταρχάς, το νομοσχέδιο δε συμπεριλαμβάνει τα ληξιπρόθεσμα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, που ως επί το πλείστον αφορούν δάνεια λαϊκών οικογενειών. Αυτό, άλλωστε, το είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση, ενώ αναμένεται νέα νομοθετική πρωτοβουλία για τα «κόκκινα» στεγαστικά. Εξάλλου, δεν έχει ειδικές προβλέψεις για αυτοαπασχολούμενους και δεν κάνει επίσης ειδική αναφορά σε αγρότες, κτηνοτρόφους και ψαράδες.
Η κυβέρνηση και μερίδα του Τύπου προσπαθούν να παρουσιάσουν το νομοσχέδιο σαν μεγάλη τομή που θα προστατέψει τους μικρούς επιχειρηματίες, τους αυτοαπασχολούμενους ΕΒΕ, που στενάζουν λόγω της αντιλαϊκής πολιτικής και του ανταγωνισμού από τα μονοπώλια. Τα κριτήρια που θέτει το ίδιο το νομοσχέδιο για ένταξη σε ρύθμιση είναι σαφή και δεν επιτρέπουν παρερμηνείες. Βασική προϋπόθεση για ένταξη στη ρύθμιση αποτελεί η επιχείρηση να είναι «βιώσιμη». Αυτό, βέβαια, θα το κρίνουν οι τράπεζες, φυσικά με βάση τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας. Επίσης, οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στη ρύθμιση θα πρέπει να παραμένουν ανοικτές, να μην έχουν ενταχθεί σε πτωχευτική διαδικασία ή στο «νόμο Κατσέλη». Αυτά τα κριτήρια δεν αφήνουν απέξω χιλιάδες μικρούς και αυτοαπασχολούμενους ΕΒΕ, που έχουν κλείσει τα μαγαζιά τους ή χιλιάδες άλλους που έχουν πολύ μικρό τζίρο και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, στο κόστος λειτουργίας και στη βαριά φορολογία;
Κυρίως, όμως, οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου δεν απαντούν στις επιτακτικές ανάγκες των υπερχρεωμένων αυτοαπασχολούμενων. Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει ουσιαστικά «κούρεμα» των κεφαλαίων που χρωστούν οι αυτοαπασχολούμενοι, απλά ρυθμίζει τον τρόπο καταβολής τους.
Αλλά ακόμα και αυτοί που θα καταφέρουν να ενταχθούν σε ρύθμιση δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις και στις δόσεις. Σε αυτήν την περίπτωση, προβλέπεται άρση της ρύθμισης,ακόμα και εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη εάν δεν είναι συνεπής και τοποθέτηση ειδικού διαχειριστή.
Η πραγματική στόχευση του νομοσχεδίου
Η κυβέρνηση επί της ουσίας απαντά στο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων από τη σκοπιά των συμφερόντων των μονοπωλίων και των τραπεζικών ομίλων. Το απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η όποια απαξίωση κεφαλαίου και η «χασούρα» που θα συνοδεύει τη διευθέτηση «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων να μην επιβαρύνει τους τραπεζικούς ομίλους.
Βασική πρόνοια του σχεδίου νόμου είναι πως οι τράπεζες θα σχηματίζουν ειδικές πρόσθετες προβλέψεις στους ισολογισμούς τους, στη βάση των οποίων θα έχουν πρόσθετα φορολογικά μπόνους και εκπτώσεις, με την αφαίρεση της «χασούρας» από τα καθαρά έσοδα σε 10 ετήσιες δόσεις. Ουσιαστικά, για εκείνες τις επιχειρήσεις που αποφασίζουν οι τράπεζες να θεωρήσουν ως βιώσιμες, οι εγγυήσεις των οποίων κρίνονται ως ικανοποιητικές, η αναγκαστική απαξίωση κεφαλαίου λόγω της κρίσης δε χρεώνεται στις τράπεζες, αλλά μεταφέρεται, μέσω των φοροαπαλλαγών, στον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων.
Τελικά το νομοσχέδιο:
-- Διασφαλίζει τους τραπεζικούς ομίλους, που αποτελούν βασικό πυλώνα της καπιταλιστικής οικονομίας, ώστε να διατηρούν «υγιή χαρτοφυλάκια». Πολύ περισσότερο τους διασφαλίζει ότι δε θα χάσουν τα δάνεια ή τουλάχιστον θα έχουν τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Η κυβέρνηση κάνει σαφές και με αυτό το νομοσχέδιο ότι τα δάνεια θα αποπληρωθούν.
-- Διευκολύνει την αύξηση της ροής κεφαλαίων και δανείων στο μεγάλο κεφάλαιο, για να προωθηθεί η επερχόμενη αναιμική καπιταλιστική ανάκαμψη. Σε αυτήν τη βάση εξασφαλίζονται καλύτεροι όροι για φθηνότερο δανεισμό, κάτι που αποτελεί απαίτηση τμημάτων του κεφαλαίου.
-- Η μετοχοποίηση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και ο διορισμός ειδικών διαχειριστών, ουσιαστικάεπιταχύνουν τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου. Οι τράπεζες καθίστανται μέτοχοι και ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που κρίνουν σκόπιμο.
-- Διευκολύνει το μεγάλο κεφάλαιο να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου το δανεισμό μέσω της επιμήκυνσης των δόσεων και του «κουρέματος» σε προσαυξήσεις και τόκους, χωρίς να χάνουν και οι τράπεζες, αφού η όποια απαξίωση μεταφράζεται σε φοροαπαλλαγές για τις τράπεζες.
-- Παρέχει ευνοϊκές ρυθμίσεις σε επιχειρήσεις για τα χρέη τους στα ασφαλιστικά ταμεία και στο Δημόσιο. Οι απώλειες φυσικά θα φορτωθούν στους εργαζόμενους, στους άνεργους και στους συνταξιούχους, που θα αναγκαστούν να πληρώσουν τα νέα ελλείμματα.
Είναι καθαρό, λοιπόν, ότι με το νομοσχέδιο η κυβέρνηση στοχεύει στην ισχυροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των μονοπωλίων ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση τους. Σε αυτήν τη βάση φουντώνει ο ανταγωνισμός για το ποιο τμήμα του κεφαλαίου θα ωφεληθεί και οι πιέσεις προς το τραπεζικό κεφάλαιο να αυξήσει τις ροές χρηματοδότησης προς την υπόλοιπη οικονομία.
Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, δήλωσε για τα αποτελέσματα των stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν πλέον να αφήσουν πίσω τους τις τρομακτικές επιπτώσεις της κρίσης και να βρεθούν σε σταθερή πορεία εξυγίανσης και ανάταξης, ώστε να αναλάβουν ουσιαστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η πολυπόθητη όμως ρευστότητα στην αγορά δεν θα έλθει, αν δεν γίνουν και άλλες παρεμβάσεις που απαιτούν συλλογική διαχείριση, ρεαλισμό και αποφασιστικότητα». Αντίστοιχες τοποθετήσεις έγιναν από τον πρόεδρο του ΕΒΕΑ και τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ, για λογαριασμό των τμημάτων του κεφαλαίου που εκπροσωπούν.
Η κάλπικη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και ο δρόμος της αντεπίθεσης
Η όλη συζήτηση και αντιπαράθεση που εξελίχθηκαν με αφορμή τα stress tests των τραπεζών, την ψήφιση της τροπολογίας για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων είναι αποκαλυπτικές για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά τις κορόνες του για ανάγκη «σεισάχθειας», ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη συμφωνήσει με την πρόταση νόμου των ΑΝΕΛ για τα «κόκκινα» δάνεια, που δεν προέβλεπε κανένα «κούρεμα» για τα κεφάλαια των δανείων.
Συγχρόνως, ακόμα και η ανακοίνωσή του με αφορμή το νομοσχέδιο για τα «κόκκινα» δάνεια αποφεύγει να τοποθετηθεί συγκεκριμένα στο «κούρεμα» δανείων που απαιτείται για τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς ΕΒΕ, ενώ η τοποθέτησή του για «περιορισμό του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων που έχουν επιβληθεί, ανάλογα με τον περιορισμό των εσόδων των επιχειρήσεων και της φορολογικής επιβάρυνσης, των τελευταίων 4 ετών» ουσιαστικά θεωρεί τη φοροαφαίμαξη των αυτοαπασχολούμενων ως δεδομένη.
Την ίδια στιγμή, η κεντρική του τοποθέτηση συμβαδίζει με τις προτεραιότητες του ΣΕΒ, του ΣΕΤΕ και του ΕΒΕΑ, κάνοντας λόγο για «ανάγκη διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά». Εμφανίζει τη διακοπή της χρηματοδότησης ως αποτέλεσμα της λαθεμένης βούλησης των τραπεζών. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραπλανά τους εργαζόμενους, αφού συγκαλύπτει πως οποιαδήποτε τράπεζα δανείζει με γνώμονα το ποσοστό κέρδους και όχι με γνώμονα τη σωτηρία των αυτοαπασχολούμενων. Η λογική του εντάσσεται οργανικά στην προσπάθειά του να πείσει τα λαϊκά στρώματα για τη δυνατότητα ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου» που τάχα θα κερδίζουν όλοι, επιχειρηματίες και λαϊκά στρώματα. Συσκοτίζει πως η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει πολιτική φθηνής εργατικής δύναμης, είναι δεμένη με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Αυτή η πολιτική, άλλωστε, βρίσκεται στις οδηγίες και στη στρατηγική της ΕΕ, του φύλακα των κερδών και της εξουσίας των μονοπωλιακών ομίλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαλέξει στρατόπεδο με τον πιο ξεκάθαρο και επίσημο τρόπο. Το στρατόπεδο των μονοπωλιακών ομίλων, της εξουσίας τους, της ΕΕ που τους στηρίζει.
Στον αντίποδα της λογικής της κοινωνικής ειρήνης που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ και της ρυμούλκησης των λαϊκών στρωμάτων πίσω από τη σημαία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι έχουν άλλο δρόμο.
Σήμερα, τα υπερχρεωμένα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη άμεσα μέτρα ανακούφισής τους από τη θηλιά των τραπεζών, όπως αναλυτικά προβλέπονται και στην πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ.Χαρακτηριστικά για τους αυτοαπασχολούμενους προβλέπει, μεταξύ άλλων, αναστολή πληρωμών όσο διαρκεί η κρίση, διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων, και την αναγκαία διαγραφή του αρχικού κεφαλαίου από 30% για τους αυτοαπασχολούμενους που λειτουργούν ως και 50% γι' αυτές που έκλεισαν.
Μονόδρομος για τα λαϊκά στρώματα είναι η οργάνωση της πάλης τους για την αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη συγκρότηση μιας πλατιάς λαϊκής συμμαχίας που θα παλεύει σήμερα για την ανάκτηση των απωλειών των τελευταίων ετών, για την απόσπαση νέων κατακτήσεων και θα ανοίγει το δρόμο για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, το δρόμο της αποδέσμευσης από την ΕΕ και διαγραφής του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία. Αυτόν τον αγώνα συνεχίζουμε, της ισχυροποίησης του ταξικού εργατικού κινήματος, της ισχυροποίησης του κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ.
Ριζοσπάστης Κυριακή 2 Νοέμβρη 2014