Οι εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις στους νευραλγικούς κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής βρίσκονται στο προσκήνιο της αντιλαϊκής πολιτικής, σε μια διαδικασία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το στόχο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Σε αυτήν τη στρατηγική υποτάσσονται, αυτήν υπηρετούν τα διαδοχικά αντιλαϊκά μέτρα, οι ιδιωτικοποιήσεις και
οι συμπράξεις, οι παρεμβάσεις του ΟΟΣΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών που οδηγούν στη μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών, στο πλαίσιο πάντα και των εντεινόμενων ενδοαστικών ανταγωνισμών. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, εντάσσονται και οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στο δημόσιο τομέα, όπως οι μαζικές απολύσεις και τα μοντέλα αξιολόγησης δομών και εργαζομένων με γνώμονα την αντιστοίχιση του κρατικού μηχανισμού στις σύγχρονες και συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες του κεφαλαίου.
Σε αυτήν τη φάση και ενόψει της διαφαινόμενης -σε κάθε περίπτωση αναιμικής- ανάκαμψης, το βάρος πέφτει στα διαρθρωτικού χαρακτήρα αντιλαϊκά μέτρα. Και βέβαια δεν πρόκειται για «μνημονιακές υποχρεώσεις», αλλά για εξέλιξη που είναι αναπότρεπτη στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, χωρίς τις οποίες τα μονοπώλια δε θα ήταν σε θέση να κάνουν ούτε ρούπι παραπέρα.
Ζητούμενο των αναδιαρθρώσεων είναι η ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών
«Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής απαιτεί βελτίωση και κυρίως εμπλουτισμό με νέα μέσα προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερο. Τα μέσα πολιτικής στο οπλοστάσιο αυτών που διαμορφώνουν και ασκούν πολιτική πρέπει να αυξηθούν, έτσι ώστε να διαθέτουν έναν επαρκή αριθμό μέσων ανάλογο του αριθμού των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν», σημειώνεται σε σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ του ΣΕΒ σχετικά με την αποτίμηση των μακροοικονομικών επιπτώσεων από την «αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου». Στην ίδια μελέτη, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων «δεν έχει μόνο ταμειακό χαρακτήρα, αλλά μαζί με τις άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενισχύσει άμεσα το ρυθμό ανόδου της οικονομίας».
Το ζητούμενο, επομένως, είναι η ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών, η οποία προϋποθέτει αλλεπάλληλα μέτρα για τη «διατηρησιμότητα» και την ενίσχυσή τους. Αλλωστε, η μεγάλη γκάμα των διαρθρωτικών μέτρων δεν έχει να κάνει μόνο με τα προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής», τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, ούτε με τη διαμόρφωση του κρατικού χρέους και το ύψος των κρατικών εσόδων.
Ολα τα προηγούμενα αποτελούν εξειδίκευση και κλώνους της ίδιας πολιτικής, της ενιαίας στρατηγικής του κεφαλαίου που αντικειμενικά στρέφεται απέναντι στο λαό και το εισόδημά του. Το κάθε επιμέρους μέτρο, ανεξάρτητα από το όποιο μείγμα διαχείρισης, δεν μπορεί να ιδωθεί, πολύ περισσότερο να αντιμετωπιστεί, αποσπασμένο από την πολιτική στην οποία εντάσσεται και υπηρετεί. Η ίδια η ΕΕ, με ή χωρίς «τρόικες», υπηρετεί τις ανάγκες των μονοπωλίων στο πλαίσιο της γενικότερης διαπάλης με τους ανταγωνιστές τους, η οποία εξελίσσεται σε έδαφος απόλυτα εχθρικό για το λαό.
Η συζήτηση γύρω από το μείγμα της πολιτικής έχει βάση σε ό,τι αφορά τα επιμέρους συμφέροντα των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης, αλλά σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους και το λαό ισοδυναμεί με πλήρη αποπροσανατολισμό, με το να κοιτά κανείς το δένδρο και να χάνει το δάσος. Η συζήτηση αυτή από το πολιτικό προσωπικό των κομμάτων της αστικής διαχείρισης σκόπιμα συγκαλύπτει τα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ταυτόχρονα έρχεται να υπηρετήσει τη διέξοδο από αυτή, σε όφελος των μονοπωλίων και με το λαό τσακισμένο. Στο ίδιο «γήπεδο» εντάσσεται και το μείγμα της πολιτικής που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας στο απυρόβλητο την αιτία, αθωώνοντας την ΕΕ μαζί και τα ντόπια τμήματα του κεφαλαίου, όπως τους βιομηχάνους του ΣΕΒ, με τους οποίους και συνδιαλέγονται γύρω από το μείγμα της πολιτικής στη «μετά μνημόνιο εποχή».
Το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων
Στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ξεδιπλώνεται το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, γύρω από το οποίο εκδηλώνονται έντονοι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, καθώς και επιχειρηματικές συμπράξεις ντόπιων και ξένων μονοπωλίων. Στόχος η απόσπαση ζωτικού χώρου σε βασικούς και συγκεντρωμένους κλάδους (Ενέργεια, εταιρείες ύδρευσης - αποχέτευσης, υποδομές, λιμάνια, αεροδρόμια, μεταφορικά δίκτυα, μεγάλοι οδικοί άξονες, φιλέτα δημόσιας γης και περιουσίας). Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η παρεχόμενη «τεχνογνωσία» από την Ομάδα Δράσης (Task Force) που έχει συγκροτήσει η ΕΕ για την Ελλάδα αφορά τη «διαχείριση γης», καθώς και τους τρόπους «αξιοποίησης» αεροδρομίων, λιμανιών, εταιρείες ύδρευσης, την Ενέργεια (με αιχμή τις ΑΠΕ), τις μεταφορές κ.ά.
Σε αντίθεση με τα όσα λέγονται -από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο- περί «μνημονιακής υποχρέωσης», στην πραγματικότητα η εξέλιξη αυτή στηρίζεται στη γενική κατεύθυνση της ΕΕ για «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας, που προβλέπεται ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και έχει εξειδικευτεί από το 1992 μέχρι σήμερα με πλήθος οδηγιών της ΕΕ και σχετικών νόμων.
Την ίδια στιγμή, ένα ακόμη διαρθρωτικό μέτρο στον κλάδο της Ενέργειας είναι η προκλητική μείωση των τιμολογίων στις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Το βάρος, για άλλη μια φορά, θα μεταφερθεί στα λαϊκά στρώματα, όπως άλλωστε δείχνει ανάγλυφα η πείρα των τελευταίων χρόνων: Την τελευταία πενταετία καταγράφεται αύξηση 50% στα οικιακά τιμολόγια...
Απέναντι στη στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου, όπως και αν αυτή εξειδικεύεται σε κάθε φάση, με μνημόνια και τρόικες ή με πολυετή δημοσιονομικά πλαίσια και μηχανισμούς ενισχυμένης και μόνιμης εποπτείας, για το λαό υπάρχει ο άλλος δρόμος ανάπτυξης, που περνάει από την ανατροπή της δικτατορίας των μονοπωλίων, με εργατική - λαϊκή εξουσία, με κεντρικό σχεδιασμό, για την αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και το λαό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει. Εξέλιξη που απαιτεί οργάνωση και πάλη ενάντια σ' αυτά τα μέτρα και την πολιτική που τα εφαρμόζει, σε συνδυασμό με την πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ και τη μονομερή διαγραφή του χρέους.
οι συμπράξεις, οι παρεμβάσεις του ΟΟΣΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών που οδηγούν στη μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών, στο πλαίσιο πάντα και των εντεινόμενων ενδοαστικών ανταγωνισμών. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, εντάσσονται και οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στο δημόσιο τομέα, όπως οι μαζικές απολύσεις και τα μοντέλα αξιολόγησης δομών και εργαζομένων με γνώμονα την αντιστοίχιση του κρατικού μηχανισμού στις σύγχρονες και συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες του κεφαλαίου.
Σε αυτήν τη φάση και ενόψει της διαφαινόμενης -σε κάθε περίπτωση αναιμικής- ανάκαμψης, το βάρος πέφτει στα διαρθρωτικού χαρακτήρα αντιλαϊκά μέτρα. Και βέβαια δεν πρόκειται για «μνημονιακές υποχρεώσεις», αλλά για εξέλιξη που είναι αναπότρεπτη στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, χωρίς τις οποίες τα μονοπώλια δε θα ήταν σε θέση να κάνουν ούτε ρούπι παραπέρα.
Ζητούμενο των αναδιαρθρώσεων είναι η ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών
«Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής απαιτεί βελτίωση και κυρίως εμπλουτισμό με νέα μέσα προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερο. Τα μέσα πολιτικής στο οπλοστάσιο αυτών που διαμορφώνουν και ασκούν πολιτική πρέπει να αυξηθούν, έτσι ώστε να διαθέτουν έναν επαρκή αριθμό μέσων ανάλογο του αριθμού των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν», σημειώνεται σε σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ του ΣΕΒ σχετικά με την αποτίμηση των μακροοικονομικών επιπτώσεων από την «αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου». Στην ίδια μελέτη, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων «δεν έχει μόνο ταμειακό χαρακτήρα, αλλά μαζί με τις άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενισχύσει άμεσα το ρυθμό ανόδου της οικονομίας».
Το ζητούμενο, επομένως, είναι η ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών, η οποία προϋποθέτει αλλεπάλληλα μέτρα για τη «διατηρησιμότητα» και την ενίσχυσή τους. Αλλωστε, η μεγάλη γκάμα των διαρθρωτικών μέτρων δεν έχει να κάνει μόνο με τα προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής», τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, ούτε με τη διαμόρφωση του κρατικού χρέους και το ύψος των κρατικών εσόδων.
Ολα τα προηγούμενα αποτελούν εξειδίκευση και κλώνους της ίδιας πολιτικής, της ενιαίας στρατηγικής του κεφαλαίου που αντικειμενικά στρέφεται απέναντι στο λαό και το εισόδημά του. Το κάθε επιμέρους μέτρο, ανεξάρτητα από το όποιο μείγμα διαχείρισης, δεν μπορεί να ιδωθεί, πολύ περισσότερο να αντιμετωπιστεί, αποσπασμένο από την πολιτική στην οποία εντάσσεται και υπηρετεί. Η ίδια η ΕΕ, με ή χωρίς «τρόικες», υπηρετεί τις ανάγκες των μονοπωλίων στο πλαίσιο της γενικότερης διαπάλης με τους ανταγωνιστές τους, η οποία εξελίσσεται σε έδαφος απόλυτα εχθρικό για το λαό.
Η συζήτηση γύρω από το μείγμα της πολιτικής έχει βάση σε ό,τι αφορά τα επιμέρους συμφέροντα των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης, αλλά σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους και το λαό ισοδυναμεί με πλήρη αποπροσανατολισμό, με το να κοιτά κανείς το δένδρο και να χάνει το δάσος. Η συζήτηση αυτή από το πολιτικό προσωπικό των κομμάτων της αστικής διαχείρισης σκόπιμα συγκαλύπτει τα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ταυτόχρονα έρχεται να υπηρετήσει τη διέξοδο από αυτή, σε όφελος των μονοπωλίων και με το λαό τσακισμένο. Στο ίδιο «γήπεδο» εντάσσεται και το μείγμα της πολιτικής που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας στο απυρόβλητο την αιτία, αθωώνοντας την ΕΕ μαζί και τα ντόπια τμήματα του κεφαλαίου, όπως τους βιομηχάνους του ΣΕΒ, με τους οποίους και συνδιαλέγονται γύρω από το μείγμα της πολιτικής στη «μετά μνημόνιο εποχή».
Το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων
Στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ξεδιπλώνεται το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, γύρω από το οποίο εκδηλώνονται έντονοι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, καθώς και επιχειρηματικές συμπράξεις ντόπιων και ξένων μονοπωλίων. Στόχος η απόσπαση ζωτικού χώρου σε βασικούς και συγκεντρωμένους κλάδους (Ενέργεια, εταιρείες ύδρευσης - αποχέτευσης, υποδομές, λιμάνια, αεροδρόμια, μεταφορικά δίκτυα, μεγάλοι οδικοί άξονες, φιλέτα δημόσιας γης και περιουσίας). Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η παρεχόμενη «τεχνογνωσία» από την Ομάδα Δράσης (Task Force) που έχει συγκροτήσει η ΕΕ για την Ελλάδα αφορά τη «διαχείριση γης», καθώς και τους τρόπους «αξιοποίησης» αεροδρομίων, λιμανιών, εταιρείες ύδρευσης, την Ενέργεια (με αιχμή τις ΑΠΕ), τις μεταφορές κ.ά.
- Ηλεκτρική ενέργεια: Το κυβερνητικό σχέδιο «σαλαμοποίησης» της ΔΕΗ, για τη διευκόλυνση της πλήρους ιδιωτικοποίησής της, εκτός από την πώληση της νέας εταιρείας (της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ») έως το 2015, προβλέπει και την πώληση μετοχικού ποσοστού στο υπόλοιπο και μεγαλύτερο κομμάτι της ΔΕΗ εντός του 2016, αλλά και την πώληση του 66% του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), δηλαδή του δικτύου διανομής -μιας υποδομής με τεράστια στρατηγική σημασία- που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η νέα εταιρεία που θα δημιουργηθεί, η «μικρή ΔΕΗ», θα λάβει ως «προίκα» από την κυβέρνηση, λιγνιτικές, υδροηλεκτρικές και μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο, συνολικής παραγωγικής δυναμικότητας 2.300 MW, 7 ορυχεία λιγνίτη και σχεδόν 2 εκατομμύρια πελάτες, ιδιώτες και επιχειρηματίες, που μέχρι σήμερα προμηθεύονται ρεύμα από τη ΔΕΗ.
Σε αντίθεση με τα όσα λέγονται -από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο- περί «μνημονιακής υποχρέωσης», στην πραγματικότητα η εξέλιξη αυτή στηρίζεται στη γενική κατεύθυνση της ΕΕ για «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας, που προβλέπεται ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και έχει εξειδικευτεί από το 1992 μέχρι σήμερα με πλήθος οδηγιών της ΕΕ και σχετικών νόμων.
Την ίδια στιγμή, ένα ακόμη διαρθρωτικό μέτρο στον κλάδο της Ενέργειας είναι η προκλητική μείωση των τιμολογίων στις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Το βάρος, για άλλη μια φορά, θα μεταφερθεί στα λαϊκά στρώματα, όπως άλλωστε δείχνει ανάγλυφα η πείρα των τελευταίων χρόνων: Την τελευταία πενταετία καταγράφεται αύξηση 50% στα οικιακά τιμολόγια...
- Λιμάνια: Με κράχτη την εφαρμοζόμενη «φιλοεπενδυτική» πολιτική με τη διαμόρφωση καθεστώτος «γαλέρας» για τους εργαζόμενους, η κυβέρνηση προχωρά το σχέδιο εκχώρησης των λιμενικών υποδομών, είτε με την ενιαία παραχώρηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε κάθε λιμάνι, είτε σε επιμέρους τμήματα και, όπως σημείωνε σε ανακοίνωσή του το ΤΑΙΠΕΔ, σε «συνάρτηση της συνολικής στρατηγικής αξιοποίησης, του επιδιωκόμενου βαθμού ανταγωνιστικότητας και του επενδυτικού ενδιαφέροντος, που θα εκδηλωθεί». Πέρα από τον ΟΛΠ και τον ΟΛΘ, για πεσκέσι στους «επενδυτές» ετοιμάζουν και τα λιμάνια: Πάτρας, Ηγουμενίτσας, Βόλου, Καβάλας, Ραφήνας, Αλεξανδρούπολης, Ηρακλείου, Ελευσίνας, Λαυρίου, Κέρκυρας κ. ά. Οπως είναι αναμενόμενο, γύρω από την ιδιωτικοποίηση τέτοιας στρατηγικής σημασίας υποδομών, αναπτύσσεται ένας τεράστιος επιχειρηματικός πόλεμος (όπως π.χ. φαίνεται με τα συγκρουόμενα συμφέροντα στο λιμάνι του Πειραιά), με παράλληλη προσπάθεια τμήματα του κεφαλαίου που παίρνουν μέρος σε αυτήν τη διαμάχη να ντύνονται με φιλολαϊκή προβιά, με την απαραίτητη συνδρομή των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε π.χ. την προβολή τμημάτων του κεφαλαίου, όπως των ακτοπλόων εφοπλιστών, ως «παραγωγικών δυνάμεων» που είναι τάχα «εν δυνάμει σύμμαχοι» των εργαζομένων ενάντια στο ξεπούλημα των λιμανιών...).
- Αεροδρόμια: Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η έγκριση της διαδικασίας και των όρων επιχειρηματικής αξιοποίησης για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης, λειτουργίας, διαχείρισης και εκμετάλλευσης για 22 αεροδρόμια και για 4 τουριστικά λιμάνια της χώρας, τα οποία χωρίζονται σε ομάδες και παραδίδονται σε πακέτα ή μεμονωμένα στους ιδιώτες, για περίοδο μέχρι και 40 χρόνια. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα αεροδρόμια Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Χανίων, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ακτίου, Καβάλας και, προαιρετικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις που θα δείξουν τα μονοπώλια, μέχρι 3 από τα 4 αεροδρόμια Αλεξανδρούπολης, Αράξου, Καλαμάτας και Νέας Αγχιάλου. Στη δεύτερη ομάδα, περιλαμβάνονται τα αεροδρόμια Ρόδου, Κω, Σάμου, Μυτιλήνης, Μυκόνου, Σαντορίνης και Σκιάθου και προαιρετικά μέχρι 3 από τα αεροδρόμια Λήμνου, Χίου, Καρπάθου, Νέας Αγχιάλου.
- Δημόσια Διοίκηση: Διαμορφώνεται το μόνιμο καθεστώς αξιολόγησης κρατικών φορέων, υπηρεσιών και υπαλλήλων στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ στις «βασικές αναμενόμενες εξελίξεις» συγκαταλέγεται η «έγκριση διετούς στρατηγικής διοικητικής μεταρρύθμισης, η οποία θα περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη στρατηγική στον τομέα των ανθρωπίνων πόρων». Αυτή η προοπτική σημαίνει οριστική κατάργηση της μονιμότητας, απολύσεις και αντεργατικές εργασιακές σχέσεις στο Δημόσιο. Σε ό,τι αφορά τις «μεταρρυθμίσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο», σημειώνουν ότι θα «ακολουθήσει σύντομα η υποβολή αναλυτικών προτάσεων για σχέδιο δράσης». Το σχέδιο εκπορεύεται σε συνεργασία με την Ομάδα Δράσης της ΕΕ, πάντα στο πλαίσιο της γενικότερης αξιολόγησης των δομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών, με γνώμονα τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τη διάνοιξη νέων πεδίων κερδοφορίας για τα μονοπώλια.
Απέναντι στη στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου, όπως και αν αυτή εξειδικεύεται σε κάθε φάση, με μνημόνια και τρόικες ή με πολυετή δημοσιονομικά πλαίσια και μηχανισμούς ενισχυμένης και μόνιμης εποπτείας, για το λαό υπάρχει ο άλλος δρόμος ανάπτυξης, που περνάει από την ανατροπή της δικτατορίας των μονοπωλίων, με εργατική - λαϊκή εξουσία, με κεντρικό σχεδιασμό, για την αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και το λαό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει. Εξέλιξη που απαιτεί οργάνωση και πάλη ενάντια σ' αυτά τα μέτρα και την πολιτική που τα εφαρμόζει, σε συνδυασμό με την πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ και τη μονομερή διαγραφή του χρέους.