Οι τσιφλικάδες δολοφονούν τον Μαρίνο Αντύπα. Γιος ενός φτωχού ξυλογλύπτη, στα 17 του αφήνει τη γενέτειρά του και έρχεται στην Αθήνα για να δουλέψει και να σπουδάσει. Εδώ στην πρωτεύουσα, μπαίνει με ορμή στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο. Γίνεται μέλος του «Σοσιαλιστικού Συλλόγου» του Σταύρου Καλλέργη και από αυτή τη στιγμή αρχίζουν οι διώξεις και οι κατατρεγμοί σε βάρος του. Η πρώτη σύλληψή του γίνεται τον Οκτώβρη του 1897 για έναν πύρινο λόγο που είχε εκφωνήσει εναντίον του
παλατιού στην πλατεία Ομονοίας. Καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
παλατιού στην πλατεία Ομονοίας. Καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
Επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά ο Αντύπας εκδίδει την εφημερίδα «Ανάσταση», αλλά συλλαμβάνεται πάλι για την αρθρογραφία του και καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση. Η νέα του περιπέτεια έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της κυκλοφορίας της εφημερίδας και τη φυγή εντέλει - μετά από διάφορες περιπλανήσεις - του Αντύπα στη Θεσσαλία. Εκεί ο Αντύπας μαζί με άλλα προοδευτικά άτομα της εποχής προσπαθεί να ξυπνήσει τους κολίγους και να τους οργανώσει για να ζητήσουν τα δικαιώματά τους. Οι τσιφλικάδες τότε αντιλαμβάνονται τον «κίνδυνο» που τους απειλεί και αρχίζουν να καταστρώνουν «πλάνα» για την εξόντωση του «ενοχλητικού». Στις 9 Μάρτη του 1907, ένα από τα «τσιράκια» των τσιφλικάδων, ο Ιω. Κυριακού στήνει καρτέρι στον Αντύπα, στο χωριό Πυργετός και τον πυροβολεί πισώπλατα, με δίκαννο. Ο Αντύπας εξέπνευσε μια ώρα αργότερα στην αγκαλιά του πρωτοξαδέλφου του Παν. Σκιαδαρέση ψιθυρίζοντας: «Ισότης, αδελφότης, ελευθερία»