Η αστική διακυβέρνηση
διαχρονικά αντιμετώπισε το ιδιοκτησιακό πρόβλημα των δασών με τις εξής κατευθύνσεις:
1. Συμβιβασμός συμφερόντων μεταξύ της οθωμανικής
γαιοκτητικής αριστοκρατίας και της αστικής τάξης της Ελλάδας.
2. Εξυπηρέτηση των επιλογών και των συμφερόντων της
αστικής τάξης μέσω της αλλαγής ή νομιμοποίησης της ιδιοκτησίας φυσικών και
νομικών προσώπων σε βάρος
της κρατικής δασικής ιδιοκτησίας, με την
εμπορευματοποίηση της δασικής γης και της αλλαγής του χαρακτήρα και της χρήσης
της ανάλογα με τις κάθε φορά επιδιώξεις κερδοφορίας της.
3. Με τον τελευταίο δασικό νόμο, που αποτελεί νέο
ποιοτικό βήμα, εξασφάλισε την ένταση της εμπορευματοποίησης και της διείσδυσης
των μονοπωλιακών ομίλων με τη διεύρυνση των νόμιμων επεμβάσεων στα δασικά
οικοσυστήματα, χωρίς πλέον να χρειάζεται η εξασφάλιση της κυριότητας, αλλά μόνο
η παραχώρηση της χρήσης.
Το ιδιοκτησιακό ζήτημα των δασικών οικοσυστημάτων
και η επίλυσή του πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας της γης και της
χρήσης της, της πολιτικής γης, στην οποία συγκρούονται και αντιπαρατίθενται οι
γενικές πολιτικές και τα ταξικά συμφέροντα. Από τη σκοπιά της αστικής τάξης η
γη και η χρήση της είναι εμπόρευμα.
Στρατηγική της αστικής τάξης είναι η εξυπηρέτηση
των συμφερόντων των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων μέσω της βιώσιμης -
πράσινης ανάπτυξης.
Η πολιτική έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
της γης και της χρήσης της προϋποθέτει και την αλλαγή του ιδιοκτησιακού
καθεστώτος (από κρατική σε ιδιωτική) ενός σημαντικού μέρους γης, με την αλλαγή
της νομοθεσίας προς όφελος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πολιτική αυτή
προϋποθέτει την ιδιωτικοποίηση των δασών ή τη μακροχρόνια μίσθωσή τους, τον
ουσιαστικό αποχαρακτηρισμό εκατομμυρίων στρεμμάτων, την εκχώρηση κρατικών
εκτάσεων δασικών οικοσυστημάτων και παράκτιων περιοχών, τη διαμόρφωση και
υλοποίηση δράσεων για την εξασφάλιση της ανταποδοτικότητας σε κάθε
δραστηριότητα στη γη, την ενίσχυση της κερδοφορίας και της επιχειρηματικής
δραστηριότητας σε εκτός σχεδίου περιοχές, τη νομιμοποίηση δραστηριοτήτων που
μέχρι σήμερα ήταν παράνομες.
Το ιδιοκτησιακό πρόβλημα στα δασικά οικοσυστήματα
επηρεάζει τις επενδύσεις, τα «εμπόδια» στην αλλαγή χρήσης δασών και δασικών
εκτάσεων, ενώ υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις στον τουρισμό (διεύρυνση περιόδου
και μορφών), τις ΑΠΕ, τα λατομεία, τη διαχείριση των νερών, τον κατασκευαστικό
τομέα.
Παράλληλα υπάρχουν συσσωρευμένα προβλήματα που
αφορούν τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, τα αυθαίρετα, την εκτός σχεδίου
δόμηση, τις επεκτάσεις σχεδίων πόλεων, τις καταπατήσεις κρατικών εκτάσεων που
έχουν αλλάξει χρήση, την ίδρυση και ενίσχυση μεγάλων κτηνοτροφικών
επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή όμως δεν έχουν γίνει οι δασικοί χάρτες που θα
κατέγραφαν τα δασικά οικοσυστήματα, ούτε το δασικό κτηματολόγιο, που θα είχαν
ως αποτέλεσμα να αντιμετωπιζόταν –από τη σκοπιά βέβαια των συμφερόντων της
αστικής τάξης, των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων και των επιδιωκόμενων
συμμάχων τους– και τα όποια ιδιοκτησιακά προβλήματα και το μεγάλο ζήτημα «σε
ποια γη θα επενδύσουν».
Η γενίκευση της ιδιωτικοποίησης στη γη (αγορά γης,
συμπράξεις, παραχώρηση για μακροχρόνια χρήση), είτε απευθείας προς το κεφάλαιο
είτε με τη διαμεσολάβηση άλλων φορέων (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, Τοπικής
Διοίκησης κλπ.), ο περιορισμός της δημόσιας ιδιοκτησίας στη γη, είναι βασικός
στόχος.
Για το ΚΚΕ, από τη σκοπιά των συμφερόντων της
εργατικής τάξης, η γη και η χρήση της, τα δασικά οικοσυστήματα είναι κοινωνικά
αγαθά, πρέπει να αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία.
Η πολιτική αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
οργανωμένη παρέμβαση του εργατικού-λαϊκού κινήματος για την αποτροπή της
επέκτασης της δράσης των μονοπωλιακών ομίλων, την ανατροπή της κρατικής
πολιτικής και των αντιλαϊκών νόμων που εμπορευματοποιούν τη γη, τα δασικά
οικοσυστήματα, με στόχο την κοινωνικοποίηση της γης και του συνόλου των
συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, για την ολόπλευρη ικανοποίηση των λαϊκών
αναγκών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «χτίζει» τις συμμαχίες του, επιδιώκοντας
παράλληλα να παρουσιαστεί ως «φιλολαϊκή» κυβέρνηση, στο πλαίσιο όμως της ΕΕ, ως
καλύτερος διαχειριστής του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης της Ελλάδας.
Καλλιεργεί την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, χωροταξικός σχεδιασμός,
τουρισμός, μπορεί να υπάρξει προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, «φιλολαϊκή
νησίδα» που να ωφελεί ταυτόχρονα το λαό και τους ανταγωνιζόμενους μονοπωλιακούς
ομίλους, χωρίς οργάνωση της σύγκρουσης και ρήξης με τους επιχειρηματικούς
ομίλους και το κράτος τους.
Η πολιτική γης και η προστασία των δασικών
οικοσυστημάτων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποσπασματικά. Αποτελούν κρίκους
μιας ολόκληρης αλυσίδας νομοθετικών ρυθμίσεων που προωθούν την
εμπορευματοποίηση της γης, μεταβάλλουν τη χρήση της προς όφελος του μεγάλου
κεφαλαίου, υλοποιούν οδηγίες της ΕΕ, που επίσης απαντούν στις ίδιες ανάγκες.
Αδιάψευστος μάρτυρας είναι η αλλαγή χρήσης εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων
κρατικών εκτάσεων δασικών οικοσυστημάτων που δεν ήταν καταγραμμένες, οι οποίες
μετά από δασικές πυρκαγιές - εμπρησμούς έγιναν οικισμοί, εργοστάσια,
ξενοδοχεία. Επίσης η εμφάνιση αρκετών οικοδομικών συνεταιρισμών, οι οποίοι με
το υπάρχον νομικό πλαίσιο μετέτρεψαν ιδιωτικά αλλά και αμφισβητούμενης
ιδιοκτησίας δασικά εδάφη σε πολυτελείς οικισμούς, όπως η Ιπποκράτειος πολιτεία
στην περιφέρεια του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας και οι χιλιάδες πολυτελείς
βίλλες και τουριστικά συγκροτήματα σε δασικά οικοσυστήματα με παράνομα
συμβόλαια ιδιοκτησίας.
Γι’ αυτό το λαϊκό κίνημα πρέπει να απαιτήσει
κατάργηση όλου του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, να βαδίσει με γραμμή
σύγκρουσης με τους ομίλους και το κράτος τους, το αστικό κράτος.